Το περίμεναν όλοι, πώς και πώς! Τα πρώτα βήματα του Αυγούστου, έφερναν μαζί τους το μεγάλο πανηγύρι του Σωτήρος. Ένας άγραφος νόμος που ‘επιτρέπει’ στα παιδιά να έχουν φρέσκια μνήμη, ξετυλίγει εικόνες μαγευτικές, από ένα μεγαλόπρεπο, λαϊκό πανηγύρι. Ένα πανηγύρι που είχε την γλύκα του μαντολάτου και την μυρωδιά του βασιλικού.
Μετά τον εσπερινό, όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στην πλατεία. Το καφενείο του Γκίκα, η ταβέρνα του Τασ’ Κώστα μαζί με το καφενείο του Καρναμπάκου, γίνονταν μια ενιαία πλατφόρμα, που οδηγούσε στα καφενεία της Αγάπης και του μπάρμπα Πέτρου, που φιλοξενούσαν την μεγάλη, ανεπιτήδευτη πίστα του ολονύχτιου ξεφαντώματος.
Νέοι άντρες, καλοντυμένες κυρίες που έραβαν τα φορέματα ειδικά για την περίσταση, μικρά παιδιά μα και γεροντότεροι, φορώντας φρεσκοσιδερωμένα κοστούμια και άσπρα καβουράκια, γλεντούσαν μέχρι το πρωί, με κέφι, χορό, μα και ‘μικροπαρεξηγήσεις’ που προκαλούσε η ευφορία της άμετρης οινοποσίας.
Θυμάμαι τα μεταλλικά τραπεζάκια των καφενείων, σκεπασμένα με την λαδόκολλα, το κρέας στην σούβλα, τα άδεια μπουκάλια της μπύρας που στοιβάζονταν στο πεζοδρόμιο, μαζί με τα άδεια καρτούτσα και την φωνή του τραγουδιστή, να ανακοινώνει με προσοχή το νούμερο του ‘τραπεζιού’ που είχε σειρά να χορέψει…
Όλη η κούραση, ο μόχθος από τις αγροτικές εργασίες, μαζί με τον σεβασμό και την μνήμη των νεκρών, γίνονταν χορός, ξεφάντωμα στην αρχή, για να καταλήξουν μνήμες και εικόνες, στα μάτια εκείνων, που είχαν την τύχη, να ήταν τότε παιδιά!!
Οι φωτογραφίες είναι από το προσωπικό αρχείο του Δ.Σ.Κόλλια, τραβηγμένες με ένα χρόνο διαφορά. 6/8/1963- 6/8/1964.