Η Ιστορία των Φωκαέων στην εκδήλωση του “Αγ. Νικολάου” Αναβύσσου που έγινε την Παρασκευή στις 12 Αυγούστου στον κήπο των γραφείων του Συλλόγου, ήταν μία πρωτοβουλία αξιέπαινη όχι μόνο γιατί διατηρεί τις μνήμες σε όσους έχουν σχέση με τις χαμένες πατρίδες αλλά και γιατί αυτή η ιστορική γνώση μεταδίδεται στους υπόλοιπους συμπολίτες μας και τις νέες γενιές.
Η Ζαχαρώ Φρατζέσκου παρουσίασε την ιστορική διαδρομή των Φωκαέων και την εγκατάστασή τους στην Αττική γη.
Ως κύριο κείμενο στην παρούσα ανάρτηση, δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο από κάποιο απόσπασμα της περιγραφής της χθεσινής βραδιάς που αναρτήθηκε στη σελίδα του διοργανωτή Συλλόγου.
“Ένα ταξίδι στο παρελθόν στις μνήμες της ξεριζωμένης πατρίδας με καπετάνισσα την συντοπίτισσά μας κ. Zaxaro Fratzeskou πραγματοποιήθηκε χθες βράδυ στον κήπο του Πολιτιστικού μας Κέντρου με συμμετοχή 120 ατόμων. Μεγάλη η συγκίνηση και ωραίος ο λόγος της Ζαχαρώς.
Νοσταλγική νότα η παρουσία των δύο νέων παιδιών, Πάνου Ηλιόπουλου και Νάσιας Σταυροπούλου – που με τη μουσική τους και τη φωνή τους μας καθήλωσαν και μας έκαναν να σιγοτραγουδήσουμε μαζί τους….”
Παρακολουθείστε το Β΄μέρος της εκδήλωσης με τα υπέροχα παιδιά..
Ομιλία της κ. Ζαχαρώς Φρατζέσκου, εκπροσώπου της «ΦΩΚΑΕΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ», με θέμα: «Η ιστορική διαδρομή των Φωκαέων στη Μεσόγειο και η εγκατάστασή τους στην Αττική Γη».
Κυρίες και κύριοι,
Αγαπητοί φίλες και φίλοι του Π.Σ. Αγιος Νικόλαος
Σας ευχαριστώ θερμά για την τιμή να με προσκαλέσετε να σας μιλήσω για την ιστορία της αγαπημένης πατρίδας Παλ. Φώκαιας, που πραγματικά έχει μια ιδιαιτερότητα , μιας και οι Φωκαείς, οι τολμηροί αυτοί θαλασσοπόροι της Ιωνίας, έχουν διαγράψει μια ιστορική διαδρομή από τις πιο ενδιαφέρουσες μαζί και τραγικές, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Δεν είναι τυχαίο που έχω την πατρίδα στην ψυχή μου : και οι δυό παππούδες μου ήταν θαλασσινοί καραβοκύρηδες, από το Γκλεζονήσι Μ. Ασίας ο ένας ο Μήτσος ο Λεβέντης, όλοι έτσι τον ήξεραν όμορφος, κουραγιόζος, γελαστός με 6 παιδιά, γενημμένα όλα στον Πειραιά και τη μάννα μου τη Μαριγώ, πρώτη.
Ο άλλος μου ο παππούς, το μοιραίο πρόσωπο στη ζωή μου θα έλεγα, ήταν ο Μπαρμπα-Αποστόλης, Αποστόλ-εφέντη τον έλεγαν στην πατρίδα. Εκεί ήτανε καραβομαραγκός, με δικό του ταρσανά, έφτιαχνε καίκια, βάρκες, τα περίφημα Φωκιανά τσερκίνια, και ήτανε παντρεμένος με μια λυγερόκορμη και δυναμική γυναίκα, τη Ζαχαρώ. Αυτή μεγάλωσε τα τέσσερα παιδιά τους που γεννήθηκαν δύο στην πατρίδα και δύο στον Πειραιά. Το σπίτι του στο Μικρό Γιαλό, ήταν ένα αρχοντικό που σήμερα είναι Ξενοδοχείο. Ο Αποστόλ-εφέντης μετά το διωγμό έπαθε μελαγχολία και «ξαναζωντάνεψε» όταν γεννήθηκαε η αφεντιά μου. Ξαναζωντάνεψε γιατί νομίζετε : Γιατί βρήκε ευήκοον ους να μου λέει τις ιστορίες της χαμένης πατρίδας, και εγώ να απαγγέλω τα ποιήματα που έγραφε γι’ αυτήν. Ιδού ένα δείγμα:
Το όνειρον της πατρίδος
Αγαπητή πατρίδα μου, Αγαπημένες Φώκιες,
που συ τα χρόνια τα παλιά πέρασες τόσες δόξες,
εσύ που κάποτε έκτισες κι αυτή τη Μασσαλία,
και την εικόνα σου έχουνε εκεί στη Δημαρχία,
βρίσκεσαι τώρα στη σκλαβιά τα χέρια σου δεμένα,
και τα παιδιά σου τα ορφανά, στα ξένα σκορπισμένα.
στον ύπνο μου πατρίδα μου σε βλέπω κάθε βράδυ
τις φυσικές σου καλλονές, το έμορφο λιμάνι,
Στη συνέχεια απαριθμούνται οι ομορφιές της Π. Φώκαιας Μ. Ασίας, οι θάλασσες και τα βουνά της, το ποίημα έχει κάπου 20 στροφές και καταλήγει:
Μα ξύπνησα και τάχασα και βρέθηκα αλλού,
στην Δραπετσώνα ήμουνα, οδός Κρεμμυδαρού.
΄Ετσι χαράχτηκε στην παιδική μου ψυχή η αλησμόνητη πατρίδα κι όταν βρέθηκα στην Κοινότητα το 1990 σαν Αντιπρόεδρος με Πρόεδρο τον Δημήτρη Μάγειρα, έγινα πάλι το ευήκοον ους στα παρακάλια του Φωκιανού πρόσφυγα Μπάρμπα Θοδωρή: «κόρη μου πάγαινέ με στις Φώκες να δω για τελευταία φορά το σπίτι μου, κι ας πεθάνω.» Δεν μπορούσα να κάνω αλλοιώς κ αι 15 ηλικιωμένοι Φωκιανοί τότε μαζί με 40 περίπου νεότερους πήραμε το καράβι για Μυτιλήνη κι από κεί στην Π. Φώκαια των απέναντι παραλίων. Είναι δύσκολο να περιγράψει τα γεγονότα που συνέβησαν σε κείνο το ταξίδι-προσκύνημα: Ναι, πολλοί τρέχοντας παρά τα ενενήντα χρόνια τους με τη μαγκούρα, βρήκαν τα σπίτια τους, με τα αρχικά (σε κάποιες περιπτώσεις με ολόκληρο το όνομα του ιδιοκτήτη, όπως σ΄αυτήν του Στέφανου Βλαχόγλου) είδαν στις αυλές τους τις ροδιές και τις συκιές που είχαν αφήσει, τις πετρόκτιστες βρύσες που ακόμα έτρεχε γάργαρο νερό, περπάτησαν στα ίδια καλντερίμια, βρήκαν πράγματα που είχαν αφήσει οι γονείς τους στα νοικοκυριά τους, τραγούδησαν τούρκικα τραγούδια με τους γηραιότερους τούρκους που τα θυμόντουσαν όλοι μαζί. Μπήκαμε στα καίκια για να μας δείξουν τη διαδρομή που ακολούθησαν φεύγοντας κυνηγημένοι, μετά την καταστροφή. Ο μπαρμπα-Θοδωρής δεν έπαθε συγκοπή όπως φοβόμουνα, αλλά είπε και το μοναδικό σ έναν νεαρό συνταξιδιώτη μας που θύμωσε ενάντια στους Τούρκους : «Βρε διαβόλου γιέ, τούτη τη φορά ήρθαμε εδώ για φιλία και για ειρήνη. Να τελειώνουνε πια οι πόλεμοι».
Αυτό το ταξίδι για μένα ήταν η αφορμή, ήταν το έναυσμα για να αναμοχλεύσω τα κοιτάπια της ιστορίας της πατρίδας μου , από την αρχαιότητα μέχρι πρόσφατα, να βρω ιστορικά στοιχεία, βιβλία, γραφτές σημειώσεις, μαρτυρίες, φωτογραφίες και να ξετυλίξω ένα κουβάρι που διέτρεχε την Μεσόγειο, γιατί αυτή κι ακόμα παραπέρα ήταν η ιστορία των Φωκιανών θαλασσοπόρων , των Φωκιανών προγόνων μας.
Ο λογος λοιπόν για την ιστορική διαδρομή των Φωκαέων που ξεκινάει το 1100 π.Χ. περίπου όταν όπως αναφέρει ο Παυσανίας στα ΦΩΚΙΚΑ του, «κάτοικοι εκ των λαών της Φωκίδος και συγκεκριμένα Ορχομένιοι, οδηγούμενοι από τον Φιλογένη και τον Δάμωνα ακολούθησαν τους ΄Ιωνες στην Ασία, όπου και ίδρυσαν την πόλη τους, επί αιολικής γης, παρά τον ΄Ερμον ποταμόν». Η πόλη τους ονομάσθηκε Φώκαια.
Οι Φωκαείς στη νέα τους πατρίδα ανέπτυξαν την ναυτιλία και το εμπόριο και ανέδειξαν την Φώκαια σε μια από τις πιο σημαντικές πόλεις της Ιωνίας. Στην πόλη όταν ευρίσκετο στην ακμή της, υπήρχε ένας από τους αρχαιότερους ναούς της Ιωνίας, ο ναός της Αθηνάς, ακόμα ιερό του Διονύσου, αρχαίο θέατρο και Ακρόπολις. Η Φώκαια ήταν μια από τις 12 πόλεις του Πανιωνίου με δικά της νομίσματα, ένα απ’ αυτά ο φωκαϊκός στατήρας.
Όμως η ιστορία των Φωκαέων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα ποντοπόρα ταξίδια τους, όταν περί το 800 π.Χ. στρέφονται προς την Μεσόγειο με τις περίφημες πεντηκοντόρους τους, πλοία ευέλικτα και ταχύπλοα, είτε αναζητώντας την ελευθερία τους, είτε ιδρύοντας εμπορικούς σταθμούς μεταφέροντας τα προϊόντα της γης τους, λάδι, κρασί, κεραμεικά, αλλά και ιδέες, θρησκεία, πολίτευμα, γράμματα, τέχνες.
‘Οπως είναι γνωστό, κατά τον 7ο π.Χ. αι. όταν οι Φοίνικες χάνουν τον έλεγχο των θαλασσών, οι Κυμαίοι, οι Κορίνθιοι, οι Μεγαρείς, οι Ρόδιοι κατακλύζουν την Μεσόγειο. Η Φώκαια στην Δύση αποτελεί την αιχμή του αποικισμού. Κατ αρχήν το πετρώδες και άγονο του εδάφους του τόπου τους, στρέφει τους Φωκαείς στο εμπόριο και πρώτοι αυτοί μεταξύ των Ελλήνων πλέουν προς την Αδριατική για να κατευθυνθούν σε λίγο προς την Τυρηνική Θάλασσα και να φτάσουν μέχρι την Ισπανία, εμπορευόμενοι τα μέταλλά της.
Τα μακρινά αυτά ταξίδια τους αναγκάζουν να ιδρύουν μικρούς εμπορικούς σταθμούς κατ’ αρχήν στην Σικελία, την Ιταλία και την Κορσική. Οι μικροί αυτοί εμπορικοί σταθμοί σιγά-σιγά έγιναν οι ονομαστές αποικίες τους, στις οποίες καταφεύγουν αργότερα, όταν οι Πέρσες καταλαμβάνουν την Φώκαια.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι «Ούτοι ναυτιλίηση μακρήσι πρώτοι Ελλήνων εχρήσαντο… Εναυτίλοντο δε ου στρογγύλησι ναυσί, αλλά πεντηκοντέρησι».
Σύμφωνα λοιπόν με τον Ηρόδοτο οι Φωκαείς ιδρύουν το 566 π.Χ. την Αλαλία στην Κορσική και την ίδια εποχή την Ολβία και την Κάλαρι στη Σαρδηνία.
Το 543 π.Χ. κατά τονΣτράβωνα κατευθύνονται στο Ρήγιο της Ιταλίας και στη συνέχεια
προχωρώντας προς βορά χτίζουν την Υέλη, την ονομασθείσα αργότερα Ελέα (Velia) όπου ο Φιλόσοφος Παρμενίδης ιδρύει στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. την περίφημη Ελεατική Σχολή.
Στην Ιβηρική Χερσόνησο, η μεγαλύτερη και αρχαιότερη εγκατάσταση των Φωκαέων ήταν το Εμπορίον, το σημερινό Αμπούριας (δίπλα στην πόλη Εσκάλα), στον κόλπο των Ρόδων. Η πόλη αυτή ονομάζεται από τον ιστορικό Πλίνιο «κτίσμα των Φωκαέων». Στην ίδια χώρα ιδρύουν το Ημεροσκοπείον, κοντά στις στήλες του Ηρακλέους και την Μαινάκη, την οποία ο Στράβων ονομάζει «υστάτη των Φωκαέων πόλεων».
Κατά το 600 π.Χ. ιδρύουν στα παράλια της Νότιας Γαλλίας (Γαλατία) την λαμπρότερη αποικία τους, τη Μασσαλία. «Φωκαείς δε Μασσαλίαν οικίζοντες, Καρχηδονίους ενίκων ναυμαχούντες», αναφέρει ο μεγάλος μας ιστορικός Θουκυδίδης, δίνοντας μας το στίγμα της ίδρυσης της μεγαλύτερης και επιφανέστερης αποικίας των Φωκαέων στη Μεσόγειο.
Κατά τον Παυσανία «οι δε Μασσαλιώται Φωκαέων εισίν άποικοι των εν Ιωνία».
Ο Στράβων αναφέρει ότι στην Μασσαλία υπήρχε ιερό προς τιμήν του Δελφινίου Απόλλωνος, καθώς και Εφέσσιον, όπου ελατρεύετο η Εφεσσία ΄Αρτεμις.
Η Μασσαλία γνώρισε μεγάλη ακμή από τον 6ο αι. π.Χ. οπότε και ανήγειρε στους Δελφούς χάλκινο ανάθημα, το θησαυρό των Μασσαλιωτών. Σήμερα στην Μασσαλία υπάρχει λεωφόρος με το όνομα της Φώκαιας, καταστήματα με το όνομα FOCΗEN εδώ σας δείχνω ένα ιστιοφόρο που ναυπηγήθηκε στην Μασσαλία το 1976 με το όνομα PHOCEA, είναι ακόμα 5ο στον κόσμο και ένα μεγάλο διάστημα ανήκε στον Μπερνάντ Ταπί, της ποδοσφαιρικής ομάδας Μαρσέϊγ, της οποίας οι οπαδοί ονομάζονται Fochen.
Στη Μασσαλία ανθεί μια ελληνική κοινότητα γύρω στους 8.000 κατοίκους που εδώ και πολλά χρόνια έχει τοποθετήσει μεγάλη μπρούτζινη πλάκα στο Λιμάνι, που αναφέρει ότι ΕΔΩ ΤΟ 600 π.Χ ΉΡΘΑΝ ΕΛΛΗΝΕΣ ΝΑΥΤΙΚΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΩΚΑΙΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΣΑΝ ΤΗΝ ΜΑΣΣΑΛΙΑ ΑΠ ΟΠΟΥ ΕΛΑΜΨΕ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ.
Ο Γάλλος αρχαιολόγος Φελίχ Σαρτιώ, ο οποίος διεξήγαγε ανασκαφές στην Φώκαια της Μ. Ασίας το 1913, αναφέρει ότι οι Φωκαείς έφεραν στην Γαλλία τη γραφή και τη χρήση των νομισμάτων, επίσης διέδοσαν την ελαιουργία.
(Για τον Φελίξ Σαρτιώ, ο οποίος έκανε ανασκαφές στην Φώκαια το 1913, μου μίλησε για πρώτη φορά το 1992 ο Τούρκος Αρχαιολόγος Ομάρ Οτζίτ, φιλέλληνας ο ίδιος, όταν με ξεναγούσε στα αρχαία ερείπια της Φώκαιας στην Τουρκία. ΄Ετσι αναφέρθηκα στον Φελίξ Σαρτιώ στην πρώτη μου ομιλία για την Φώκαια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, την οποία ομιλία βρήκε στο διαδίκτυο ο ιστορικός φωτογραφίας Χάρης Γιακουμής, που ζει στο Παρίσι. Με οδηγό αυτό του όνομα. ανακάλυψε στο Μουσείο του Λούβρου τη βαλίτσα του Γάλλου Αρχαιολόγου. Μέσα σ αυτή τη βαλίτσα υπήρχαν καλά φυλαγμένες οι ιστορικές φωτογραφίες της πρώτης καταστροφής 1914 της Φώκαιας και ακολούθησε η αξιόλογη και τεκμηριωμένη με τα κείμενα του Σαρτιώ, έκδοση του Βιβλίου με τίτλο: «Γεγονότα στη Φώκαια- 1914» και το ομότιτλο ντοκυμανταίρ της Ανιές Σκλάβου και του Στ. Τατάκη, το οποίο απέσπασε βραβεία διεθνώς).
Επανέρχομαι στα ταξίδια των Φωκαέων τα οποία συνεχίστηκαν πέρα από τη Μασσαλία, από τους ίδιους τους Μασσαλιώτες. Ο Πυθέας, γεωγράφος και μαθηματικός, το 340 π.Χ. ξεκινά από την Μασσαλία, χρηματοδοτούμενους από τους εμπόρους της πόλης, περνά στα παράλια της ΝΑ Ισπανίας, διαπλέει το στενό του Γιβραλτάρ και πλέοντας δυτικά φτάνει μέχρι την Βαλτική, και κατά πολλούς ιστορικούς μέχρι την Ισλανδία, με σκοπό να φτάσει στις πηγές του κασσίτερου και του ήλεκτρου. Ο Πυθέας αποτέλεσε το σύμβολο της επέκτασης του ελληνικού πολιτισμού προ τη Βόρειο και τη Δυτική Ευρώπη. Και εξ αυτού του λόγου ονομάσαμε στην Π. Φώκαια «ΠΥΘΕΑ» το Ναυτικό μας ΄Ομιλο.
Από το βιβλίο του Ν. Χόρμπου σχετικά με την Παλ. Και Νέα Φώκαια περιληπτικά διαβάζουμε.
Η ακμή και επικυριαρχία των Φωκαέων στη Μεσόγειο κράτησε μέχρι το 360 π.Χ. Από την εποχή αυτή και μετέπειτα Πέρσες, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Γενουάτες, Ενετοί, Καταλανοί, καταλαμβάνουν την πόλη, η οποία λόγω των φυσικών λιμανιών που διαθέτει αποτελεί πολλές φορές το ναυτικό ορμητήριό τους.
Το 1250 μ.Χ. ιδρύεται η Ν. Φώκαια από Φωκαείς της Π. Φώκαιας, για την εκμετάλλευση των ορυχείων στύψης, ουσίας απαραίτητης για την βαφή υφασμάτων, η οποία εξαγόταν στηνΕυρώπη. Το 1308 μ.Χ. αναφέρονται 3.000 κάτοικοι να εργάζονται στην παραγωγή στυπτηρίας. H Σαπφώ σ ένα ποίημά της μιλάει για τους πορφυρούς χειτώνες της Φώκαιας.
Το 1346 την διοίκηση της πόλης αναλαμβάνει ένας οικονομικός οργανισμός εφοπλιστών, με το όνομα Μαόνα, για να εκμεταλλευτεί την μαστίχα της Χίου και τα ορυχεία στύψης της Ν. Φώκαιας. Το λιμάνι της Π. Φώκαιας είναι αρκετά ασφαλές και ευρύχωρο και πλοία υψηλής στάθμης μπορούν να ελλιμενισθούν. Το 1400 η Π.Φώκαια είναι μεγάλο εμπορικό κέντρο.
Μετά την άλωση της Κων/λεως, και συγκεκριμένα στις 24.12.1458 η Φώκαια κυριεύεται από τους Τούρκους. Από τότε χάνει την παλιά εμπορική της σημασία.
Όπως είναι γνωστό, τον 16ο και 17ο αι. κύματα υποδούλων Ελλήνων μεταναστεύουν από την Ηπειρωτική Ελλάδα στα παράλια και το εσωτερικό της Μ. Ασίας. Το ελληνικό στοιχείο βοηθάει πολύ την πνευματική και οικονομική ανάπτυξη των πόλεων ιδιαίτερα των παραλίων, όπως τις Κυδωνίες (Αϊβαλί) , την Πέργαμο, την Μαινεμένη, την Σμύρνη, την Φώκαια κ.α.
Κατά την επανάσταση του 21 ξεσηκώνονται και οι ΄Ελληνες της Μ. Ασίας. Οι κόλποι της Π. και Ν. Φώκαιας χρησιμεύουν για ορμητήρια στα Ψαριανά πλοία, τα οποία χρησιμοποιούν ακόμα και τα γενουάτικα χάλκινα κανόνια, που υπήρχαν στο Φρούριο της πόλης.
Το 1879 κατά τον Α. Παπαδόπουλο του Κεραμέως, κατοικούσαν στη Π. Φώκαια 4.000 ΄Ελληνες, 1.350 Τούρκοι και 65 Ισραηλίτες. Στον Παγκόσμιο Εμπορικό Οδηγό του Μ.Ι. Μιχαηλίδη αναφέρεται ότι η Π. Φώκαια κατοικείται από 9.000 κατοίκους από τους οποίους 6.000 χριστιανοί ορθόδοξοι.
Την εποχή αυτή η Π. Φώκαια ήταν μικρή πόλη, αλλά πολύ καλά οργανωμένη. Από τα δύο φυσικά της Λιμάνια, τον Μικρό και τον Μεγάλο Γιαλό, διακινούνται τα προϊόντα που παράγει ο τόπος. Εξάγονται σταφίδες, λάδι κ αι αλάτι, σύμφωνα και με τις μαρτυρίες των τελευταίων προσφύγων που έζησαν εκεί. Ονομαστός ο ταρσανάς της θαλασσινής πολιτείας, (ιδιοκτήτης ήταν ο παπούς μου ο Αποστολ Εφέντης με τα τρία του αδέρφια – «κόρη μου οι Τούρκοι δουλεύανε εδώ για ένα μπαξίσι, ήτανε τεμπέληδες και αγράμματοι») εδώ κατασκευάζονται μεταξύ άλλων τα περίφημα φωκιανά τσερκίνια που μεταφέρουν ακόμα και μυλόπετρες στη Σμύρνη, τη Χίο, τη Μυτιλήνη. Στις αρχές του αιώνα βρίσκουμε διαφήμιση σε οδηγό της Θεσσαλονίκης για τις μυλόπετρες της Φώκαιας. Από την ίδια σμιλεμένη πέτρα είναι φτιαγμένα τα αρχοντικά τους, ακόμα και σήμερα διατηρημένα και αναπαλαιωμένα τα πιο πολλά από τους Τούρκους, δείγματα της οικονομικής και πολιτιστικής τους ευμάρειας .
Παρ’ όλη την καταπίεση της Τουρκικής Διοίκησης δεν αλλοιώνεται στο ελάχιστο η θρησκευτική, εθνική και πολιτιστική ταυτότητα των Φωκιανών. Στην πόλη λειτουργούν 3 εκκλησίες μεταξύ των οποίων η πολιούχος Αγία Ειρήνη και γύρω από την Π. Φώκαια υπάρχουν 18 ξωκλήσια.
Οι Τούρκοι έχουν στα χέρια τους την Διοίκηση της Πόλης. Οι ΄Ελληνες έχουν δική τους Δημογεροντία. Η Εκκλησία της Φώκαιας ανήκει στην Μητρόπολη της Σμύρνης.
Οι ΄Ελληνες έχουν στα χέρια τους την παραγωγή και το εμπόριο και ρυθμίζουν τις οικονομικές και εμπορικές συναλλαγές.
Χαρακτηριστικά θα αναφερθώ σε μια από τις πιο γνωστές δραστηριότητές τους, χάριν της οποίας εγκαταστάθηκαν αργότερα στην Ανάβυσσο της Αττικής. Αυτήν της παραγωγής του αλατιού. Οι Φωκιανοί εξειδικευμένοι και άριστοι αλατοτεχνίτες εκμεταλλεύονται περίπου σαράντα αλυκές, με μια παραγωγή 20.000 τόννους αλάτι το χρόνο, το οποίο εξάγεται. Ο Ιωάννης Καραπιπέρης, αλατοτεχνίτης αργότερα στην Αλυκή της Αναβύσσου, αναφέρει: «Ως χτήμα ο πατέρας μου είχε αλυκές στην Μ. Ασία. Κι εδώ στην Ανάβυσσο αποζημιωθήκαμε να πάρουμε αντί χτήματος Αλυκές. Ο καθένας μας καλλιεργούσε μιαν αλυκή κι έβγαζε 300-500 τόνους αλάτι. Αυτές οι αλυκές ήταν κοντά-κοντά και κάναν μιαν αλυκή των 20.000».
Κι ενώ ο τρόπος και η διαδικασία παραγωγής τους εξασφαλίζει εξαιρετικής ποιότητας αλάτι αλλά και ποσότητα, οι αλατοεργάτες οργανώνονται και συνδικαλιστικά. Στο Καταστατικό Αλατοεργατών Π. Φώκαιας του Συνδέσμου «ΦΩΚΑΪΚΗ ΕΝΩΣΙΣ» αναδεικνύονται τα προβλήματα, κοινωνικά, οικονομικά, επαγγελματικά, πολιτικά που αντιμετωπίζουν οι Φωκαείς στις αρχές του αιώνα στη Μ. Ασία.
Στο άρθρο 2 του Καταστατικού δηλώνεται η προσπάθεια για καλλιέργεια συναδελφικής, επαγγελματικής, ηθικής και κοινωνικής συνείδησης των μελών του:
Υπογραμμίζουμε το άρθρο 3 του Καταστατικού το οποίο αναφέρει:
«Οι σκοποί του Συνδέσμου θα πραγματοποιηθούν: α) με την μόρφωσιν των μελών δια διαλέξεων ή φυλλαδίων ή δημοσιογραφικών φύλλων ή τακτικών βραδυνών μαθημάτων προς απόκτησιν συνειδήσεως της τάξεως και θέσεώς των, εντός του Κρατικού και Κοινωνικού Συνόλου.
Σχετικά με την οργάνωση της εκπαίδευσης θα πρέπει να αναφέρουμε ότι στην πόλη λειτουργούσε Σχολαρχείο και Παρθεναγωγείο, όπου περί τα τέλη του 1900 φοιτούσαν 220 μαθητές και μαθήτριες. Το 1866 χτίστηκε η νέα Σχολή στον μικρό Γιαλό, όπου λειτουργούσε και Βιβλιοθήκη, «είχε αρκετά παλαιά βιβλία και τινα μάλιστα επί μεμβράνης», αναφέρει στην βιογραφία του ο Φωκιανός γιατρός που γύρισε σ΄όλη την Ευρώπη κατά τον α΄ παγκόσμιο πόλεμο, Σάββας Γεωργιάδης. Ο γιατρός αυτός ήταν ένα από τα τέκνα της Φώκαιας, των οποίων η Δημογεροντία πλήρωνε τα έξοδα των σπουδών τους στην Αθήνα. Αργότερα ΄και συγκεκριμένα το 1899, ήταν ο ίδιος που εκπροσώπησε την Φώκαια στις γιορτές που οργάνωσαν οι Μασσαλιώτες στην Μασσαλία για τα 2.500 χρόνια της ίδρυσής τους από τους Φωκαείς, προσφέροντας ως δώρο εκμαγείο του πετεινού της Νίκης.
Το 1999 στις γιορτές της Μασσαλίας για τα 2.600 χρόνια είχαμε την τιμή να εκπροσωπήσουμε εμείς με την Κοινότητά μας τους Φωκαείς.
Στην Π. Φώκαια Μ. Ασίας η παιδεία αποτελούσε προτεραιότητα για τους Φωκιανούς και αυτό προκύπτει και από ένα άλλο Καταστατικό, αυτός της Αδελφότητας Παλαιοφωκαέων
«Η ΕΛΠΙΣ» . Πρόκειται για τους Φωκιανούς που κατέφυγαν μετανάστες στην Αμερική και πιο συγκεκριμένα στο Weirton, μετά τον διωγμό του 1914. Το Καταστατικό αναφέρει ότι «Σκοπός της αδελφότητος είναι η χρηματική βοήθεια του Σχολείου και της Εκκλησίας μετά την επιστροφή εν τη πατρίδι ημών Παλ. Φώκαια». Αυτοί οι άνθρωποι βοήθησαν το 1933 και χτίστηκε το Δημοτικό μας Σχολείο στην Π. Φώκαια, το οποίο περιμένουμε να γίνει Πολιτιστικό Κέντρο τα τελευταία χρόνια.
Αναφορικά με την κοινωνική ζωή των Φωκιανών στην Μ. Ασία το πλήθος των εθίμων και η συνεπής και συνεχής τήρηση της ελληνικής παράδοσης, καταδεικνύει την προσπάθεια για την διατήρηση της εθνικής και πολιτιστικής τους ταυτότητας, παρά τις δυσκολίες της τουρκικής παρουσίας.
Σε εποχές δύσκολες οι Φωκιανοί αναγκάζονται να λένε τα κάλαντα μυστικά στα σπίτια, ή ο καντηλαναύτης χτυπά τις πόρτες τη νύχτα και καλεί τους χριστιανούς να γιορτάσουν τις άγιες μέρες των Χριστουγέννων κρυφά.
Κατά την μετά το 1856 εποχή, όπως σε ολόκληρο το Οθωμανικό Κράτος έτσι και στις Φώκες η κατάσταση των υπόδουλων Χριστιανών βελτιώνεται αισθητά, ύστερα από την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Στην πόλη γιορτάζονται με μεγάλη λαμπρότητα το Πάσχα, η Πρωτοχρονιά, τα Χριστούγεννα, τα Θεοφάνεια, όπου θα ρίξουν το Σταυρό στη θάλασσα. Τα μπαξίσια του τυχερού που θα τον πιάσει, θα δοθούν στη Σχολική Επιτροπή.
Τον Αύγουστο γιορτάζεται με μεγαλοπρέπεια η γιορτή της Παναγιάς. Ακόμα και οι Τούρκοι όταν αντικρύζουν την θαυματουργή της εικόνα φέρνουν το χέρι στην καρδιά και με μια καντήλα έρχονται και της ζητάνε βοήθεια.
Χαρακτηριστικά είναι τα τραγούδια του γάμου που ετοιμάζουν τη νύφη και τον γαμπρό για το γεγονός της ζωής τους:
Η νύφη μας παντρεύεται κι έχει χαρά μεγάλη.
Παίρνει τον κρίνο σύντροφο και το ζουμπούλι αγκάλη.
Χρυσό δεντρί φυτέψαμε νύφη μου στην αυλή σου,
Να το ποτίζεις γκιούλ-σουγιού, να τόχεις στη ζωή σου.
Σαν της νυφούλας το κορμί, είδαμ, στην Πόλη γιασεμί.
Η νύφη μια βδομάδα πριν το γάμο πλένεται με γ αλατειά και βάζει στο πρόσωπο το «εφταμόρφι», καλλυντικό με μαγικές ιδιότητες.
Μα και ην προετοιμασία του γαμπρού δεν πάει πίσω:
Μπαρμπέρη το ξουράφι σου τράβα το στο λουρί σου,
να μπαρμπερίσεις το γαμπρό κι είναι τιμή δική σου.
Βάλε σαπούνι κρητικό και δαμασκί ξουράφι,
ο νιός όπου παντρεύεται να ζήσει να γεράσει.
Στους γάμους είναι καλεσμένοι και οι Τούρκοι γείτονες, κι αντί λαμπάδας που παίρνουν οι Χριστιανοί, σ αυτούς δίνουν έναν «γιασμά» (μαντήλα) με δυό κομμάτια ζάχαρι μέσα σ΄ένα χρυσόχαρτο.
Το βιολί, το ούτι, το σαντούρι, το τουμπελέκι βγάζουν σκοπούς σαν τον μπάλο, τον καρσιλαμά και το ζεμπέκικο, για να συνοδέψουν τις μεγάλες χαρές και τις γιορτές τους. ΄Οσο για την φωκιανή κουζίνα, σαν όλη την μικρασιατική, ευτυχώς την έχουμε παραλάβει οι νεότερες από τις γιαγιάδες μας και μέχρι τώρα τη συνεχίζουμε.
(Από το Βιβλίο του Παρ. Συριανόγλου: Θεμέλια του Πολιτισμού μας: Λαογραφικά Π.& Ν. Φώκαιας).
Αυτά συμβαίνουν στην Φώκαια μέχρι τα τέλη του 19ου αι. αρχές του 20ού, ώσπου φθάνουμε στην κατάσταση που δημιουργείται εδώ στο διωγμό του 1914. Αυτόν τούτο τον διωγμό του Ελληνισμού στην πατρίδα, ας τον θυμηθούμε αναφέροντας μόνο την Εισαγωγή από το Μαύρο Ημερονύκτιον-Φρικαλέα τραγωδία της Παλαιάς Φώκαιας του Μέντορος του Πρωτέως (ψευδώνυμο του δασκάλου Ν. Μιχαηλίδη) που τυπώθηκε το 1915 στην Αθήνα.
«Το Μαύρον Ημερονύκτιον είναι βιβλιάριον περιέχον εν λεπτομερεί τραγικότητι την καταστροφήν προσφιλεστάτης πατρίδος, ήτις εντός μιας νυκτός και ημέρας Μαύρης μετεβλήθη εις νέκραν και ερήμωσιν. Είναι γραμμένον όχι από συγγραφέα ή ιστορικό, αλλά από παθόντα, όστις ιδίοις όμμασι είδεν όσα εις το «Μαύρον Ημερονύκτιον, διηγείται. Είναι γραμμένον μόνον από καθήκοντος, ίνα αναγνωσθή από όλους. Συνεπώς υπόσχομαι επανέκδοσιν συμπεπληρωμένην με τα κατόπιν συμβάντα, άγνωστα νυν εις εμέ, όταν έλθει η μακαρία ώρα και συν Θεώ επανακάμψομεν εις τας εστίας ημών. ΓΕΝΟΙΤΟ!
Η νέκρα και η ερήμωσις που περιγράφεται πάρα πάνω, είσε σαν αποτέλεσμα 18.000 Φωκιανοί περίπου να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να καταφύγουν στη Μυτιλήνη, τη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα και τον Πειραιά, την Εϋβοια, το Ηράκλειο Κρήτης κ.α.
Όσον αφορά την μακαρία ώρα της επανάκαμψης επίσημα επιτρέπεται στους Φωκιανούς να γυρίσουν στις εστίες τους το 1919, όταν μπήκε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη. Τότε, 5.000 Φωκιανοί προτιμούν να παραμείνουν στην Ελλάδα και περί τις 11.000 γυρίζουν στην πατρίδα. Αλλά σε ποια πατρίδα; Στην περιοχή της Παλ. Φώκαιας καταγράφονται περίπου 5.000 κατεστραμένες οικίες. Τότε μετά από αίτημα του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου Σμύρνης η Μασσαλία στέλνει οικονομική βοήθεια για την ανασυγκρότηση της πόλης.
Ο Γιάννης Καραπιπέρης, μετέπειτα αρχιτεχνίτης στις αλυκές της Αναβύσσου διηγείται: «Στην Χαλκίδα, που καταφύγαμε το ’14 μείναμε μέχρι το ’19. Ο πατέρας μου εκεί είχε φτιάξει μιαν αλυκή γιατί ήτανε σπουδαίος αλατάς. Όταν μάθαμε ότι ο στρατός ο ελληνικός κατέλαβε την Μ. Ασία και προχωρά στην ΄Αγκυρα θέλαμε να γυρίσουμε στην πατρίδα. Λέει το αφεντικό στον πατέρα μου:
« Μάστρο Χρήστο μην πας δεν είναι καιρός ακόμα, δεν είναι σίγουρα τα πράγματα».
«Δεν με δένεις και με αλυσίδες, εγώ θα πάω»
Πάμε στις Φώκιες. Βλέπουμε το σπίτι μας εγκαταλειμένο, μας έδωσε το Ελληνικό Δημόσιο βοήθεια, και το φτιάξαμε».
Η Φώκαια είχε αρχίσει να κατοικείται, όπως και άλλες ελληνικές πόλεις στην Μ. Ασία από έναν μεγάλο αριθμό μουσουλμάνων, που έχουν εγκαταλείψει την γεωργική παραγωγή. Παρ’ όλ΄αυτά οι Φωκιανοί αρχίζουν απ’ την αρχή.
Κι έρχεται το 22, ο τελικός διωγμός. Οι Φωκιανοί αρνούνται να το πιστέψουν. Ο Δήμαρχός τους Ν. Παπαγιάννης νομίζει πως θα διαπραγματευθεί με τους Τούρκους, λέει στους ΄Ελληνες να μη φύγουν. «Θα ζήσουμε σαν αδέρφια με τους Τούρκους, όπως παλιά» αναφέρει στη μαρτυρία του ο Γιώργος Τζίτζηρας. «Ξεγελαστήκαν πολλοί και μείνανε. Τη νύχτα ήρθε ο τουρκικός στρατός κι έβαλε φωτιά στις Φώκες».
Όσοι γλιτώσαμε τότες, κρυφτήκαμε πίσω από τούτο το νησί με τις βάρκες και τα καίκια, και περιμέναμε να τελειώσει το κακό για να γυρίσουμε» μου λέει το 1992 ο Μπάρμπα Θοδωρής ο Μάγειρας, όταν βρεθήκαμε στο ίδιο ακριβώς σημείο, καλεσμένοι στο τρεχαντήρι του Τούρκου Δήμαρχου Νιχάτ Ντιρίν αυτή τη φορά, κατά την επίσκεψη των προσφύγων στην πατρίδα.
Μετά το διωγμό οι πιο πολλοί Φωκιανοί πήγαν στη Μυτιλήνη, περιμένοντας μια καινούργια επιστροφή. ΄Αλλοι έφτασαν με καράβια μέχρι τον Πειραιά.
Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία, της Φωκιανής Δέσποινας Μπατή, για το μακρύ μαρτυρικό ταξίδι που η μάννα της με 6 παιδιά ξεκίνησε από τη Φώκαια για να βρουν σωτηρία:
«Η μάννα μου τρέχοντας να σωθούμε φωνάζει στον πατέρα: Μια στάμνα νερό…» μια χρυσή λίρα Τουρκίας το νερό. ΄Αρχισαν να έρχονται κάτι καίκια. ΄Άλλος έλεγε δεν έχω λεφτά, άλλος έλεγε δώσε 200 λίρες να σε βάλω με την οικογένειά σου να σε πάμε στην Ελλάδα. Κι όσοι είχανε τα δώσανε, όσοι δεν τάχανε τους σκοτώσανε ή τους φάγαν τα τσακάλια». ΄Ενας απ’ αυτούς ήτανε κι ο πατέρας της. Η υπόλοιπη οικογένεια συνεχίζει και περνά στη Μυτιλήνη. Εκεί περιπλανιώνται Πλωμάρι, Μανταμάδο, Θερμή, μετά στη Χίο και μετά στον Πειραιά. Χειρότερα τα πράγματα εκεί:
«Εμείς φτάσαμε μέσα σ΄ένα καράβι, 12 μέρες καραντίνα στου Τζελέπη. Αρόδο το είχανε γιατί λέγανε πως υπήρχε μια αρρώστια. ΄Ηρθε μια Επιτροπή κι έψαχνε να βρει τους αρρώστους. Εγώ είχα πυρετό, η μητέρα μου είχε κάτι κουρελούδες και με πλάκωσε κι έκατσε κι εκείνη από πάνω, για να μη με βρούν και με πάρουν, γιατί όσους ήταν άρρωστοι τους έπαιρναν και δεν γύριζαν».
Οι πρόσφυγες Φωκιανοί σκορπίζονται εκτός από τη Μυτιλήνη, στο Ηράκλειο, το Ρέθυμνο, το Βόλο. Μια ομάδα απ’ αυτούς πάει στη Χαλκιδική, όπου ιδρύει τη Ν. Φώκαια και μια μεγαλύτερη ομάδα κατευθύνεται προσωρινά στη Δραπετσώνα. Εκεί μέσα σε παράγκες από πισόχαρτα και λαμαρίνες οργανώνονται. Ιδρύουν τον Παμφωκαϊκό Σύλλογο και αρχίζουν έναν υπεράνθρωπο αγώνα για να εξασφαλίσουν τον τόπο τους στην μητέρα πατρίδα και την οριστική εγκατάστασή τους στην Ανάβυσσο Αττικής.
Είχε προηγηθεί όπως αναφέρθηκε παραπάνω ο αρχιτεχνίτης Χριστούλης Καραπιπέρης, ο οποίος στο ημερολόγιό του αναφέρει ότι στα τέλη του 23 «πέντε παιδιά, οι γονείς επτά κι ο αραμπατζής 8, φορτώθηκαν σ΄ένα κάρο με αποστολή από το Υπουργείο Εθν. Οικονομίας στην Ανάβυσσο. Ο πατέρας μου είχε εντολή να δουλέψει σαν αρχιτεχνίτης στις αλυκές, αναφέρει ο Γιάννης Καραπιπέρης στο ημερολόγιό του. Η μάννα μου μόλις αντικρύσαμε από το Ντογάνι την Ανάβυσσο είπε στον πατέρα μου:
«Χρίστο που πάμε σ΄αυτήν την ερημιά», «Μαριγώ πίσω δεν έχει, πίσω έχει τουρκιά, μη μιλάς καθόλου».
Από το ημερολόγιο του Αθανάσιου Παπουτσή, Προέδρου του Παμφωκαϊκού Συλλόγου Ο ΠΡΩΤΕΥΣ και Εκπροσώπου της Επιτροπής Αποκατάστασης των Φωκιανών Προσφύγων, αναδεικνύονται με ολοζώνταντο τρόπο τα δραματικά γεγονότα που σφράγισαν τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των Φωκιανών στην Αττική γή.
Σας αναφέρω περιληπτικά: 60 σκηνές στην αρχή 100 αργότερα, άλλοτε όρθιες κι άλλοτε πεσμένες από τον αέρα και τη βροχή αποτελούν το πρώτο καταφύγιο των προσφύγων. Από το 1924 μέχρι το 1926 άλλοι έρχονται με τα καράβια από τον Πειραιά, άλλοι απελπίζονται και φεύγουν, δεν αντέχουν την σκληράδα της φύσης, αλλά και των ανθρώπων. Είκοσι εφτά φορές ο Αθ. Παπουτσής πάει κι έρχεται με τα πόδια στην Αθήνα, γιατί φοβάται τους Αρβανίτες, που θέλουν να πετάξουν τους ξένους στη θάλασσα, αφού διεκδικούν την ίδια γη μ αυτούς. «Ο Ερμής ο Φιλίππου, Πρόεδρος της Κοινότητας Καλυβίων, μου λέει ο πατέρα μου, ένας καλός και δυναμικός άνθρωπος, βρίσκεται τότε να τους προστατέψει από το κυνηγητό ορισμένων συγχωριανών του».
Με πολλές προσπάθειες της Επιτροπής εξασφαλίζεται το ανά 15νθήμερο βοήθημα στους Φωκιανούς από τρόφιμα και χρήματα και να πεισθούν οι αλλεπάλληλες τότε Κυβερνήσεις να στείλουν μηχανικούς να γίνει τοιπογράφηση και να δοθεί κλήρος στον κάθε Φωκιανό, για να αφήσουν επι τέλους τα τσαντήρια.
Ευτυχώς οι δυνάμεις τους δεν τους εγκαταλείπουν. «Χαλκά ναχε η γη θα τηνε σήκωνα τότες κόρη μου»¨μούλεγε ο καραβοκύρης παππούς μου Δημήτρης Λεβέντης (το παρατσούκλι του). Οι Φωκιανοί τότε δουλεύουν στις αλυκές, ψαρεύουν, καλλιεργούν σιγά-σιγά τη γή, αρχίζουν να χτίζουν τα πλινθόκτιστα σπίτια τους, τα οποία στην αρχή λιώνουν στην κυριολεξία από τη βροχή.
Στις 16 Οκτωβρίου 1925 ιδρύεται η Προσφυγική Ομάδα Π. Φώκαιας από 49 μέλη, η οποία εξελίσσεται αργότερα στο Συνεταιρισμό Ακτημόνων Καλλιεργητών Π. Φώκαιας.
Με προσωπική εργασία, χρηματικά βοηθήματα από δάνεια και ομογενείς της Αμερικής (περίπτωση εργατών Weirton) χτίζουν το σχολειό, την εκκλησία τους. Ο πατέρας μου Χρυσόστομος Φρατζέσκος γράφει στην εφημερίδα «ΠΑΛΑΙΑ ΦΩΚΑΙΑ» που εκδίδει το 1974: «Στην προσπάθεια της δημιουργίας του χωριού βοήθησαν με πρωτόγνωρα μέσα εκείνης της εποχής και οι ντόπιοι κάτοικοι που βρήκαμε εδώ. Οι πιο πολλοί κτηνοτρόφοι με δέκα χιλιάδες πρόβατα περίπου και γίδια, άλογα και …. πολλά παιδιά. Ενενήντα έξη ψυχές ήταν αυτοί οι άνθρωποι εδώ με τις οικογένειές τους, οι πιο πολλοί Μακρηδημήτρηδες. Μ αυτούς ενώσαμε τη φτώχεια μας, παλέψαμε, υποφέραμε, γίναμε ένα και φτιάξαμε αυτό το χωριό».
Οι Σαρακατσαναίοι που έχουν τα μαντριά τους στο Θυμάρι και στην Αγια Φωτεινή δίνουν γάλα, τυριά, μαλλιά στους πρόσφυγες, και τάχουν καλά μαζί τους, αφού δεν ενδιαφέρονται για την ξερή και άγονη παραλιακή ζώνη όπου έχουν αυτοί εγκατασταθεί. Είναι κι αυτοί άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, νομάδες που πηγαινοέρχονται από την Πάρνηθα στην Ανάβυσσο, για να βοσκήσουν τα κοπάδια τους.
«Εμείς ήμασταν από ένα χωριό έξω απ’ το Μέτσοβο, το Συρράκο. ΄Ηρθαμε εδώ τον περασμένο αιώνα, διηγείται ο Γιάννος Μακροδημήτρης του Λάμπρου. Βολευόμασταν και ζούσαμε από τα ζώα. Από 7 χρονώ ήμουνα τσοπάνος σε μαντρί, ξυπόλητος. Τυραννία ζωή. Στον Αη-Γιώργη και στην Αγία Φωτεινή ήτανε παλιά πηγάδια και πηγαίναμε τις βαρέλες να γεμίσουμε νερό. Το φαί μας ήτανε γάλα, τυριά, φασόλια, κουκιά και πίτες. Η συγχωρεμένη η μάννα μου μούλεγε ότι απ’ αυτά που είχαμε δίναμε και στους πρόσφυγες.
Πολλές φορές στο πέρασμά τους για την Πάρνηθα, τον πρώτο καιρό, επισκέπτονται τα τσαντήρια των προσφύγων και αργότερα οι γυναίκες των προσφύγων τους ράβουν πανταλόνια και αντικαθιστούν τις φουστανέλες και το πανωβράκι. «Όταν έγινε το πρώτο Σχολείο σ΄ένα δωμάτιο από τους πρόσφυγες, ερχόμασταν κι εμείς απ’ το Θυμάρι, μπας και μάθουμε λίγα γράμματα».
Όταν οι σχέσεις μεταξύ τους αρχίζουν να ισορροπούν, αρχίζουν και οι κουμπαριές. Τέλος, το 1939 γίνεται ο πρώτος γάμος. Ο Ιωάννης Τσούνης, από τους ντόπιους κτηνοτρόφους, παντρεύεται την Ελευθερία Καλαϊτζή. Φωκιανή προσφυγοπούλα και αργότερα ο Αντώνης ο Βλάχογλου Φωκιανός πρόσφυγας, παντρεύεται τη Στέλλα του Βαγγέλη Μακροδημήτρη. Για να ακολουθήσουν αργότερα κι άλλα τέτοια συμπεθεριά.
Μέχρι το 1947το χωριό υπάγεται διοικητικά στην Κοινότητα Καλυβίων. Η διαδικασία της απόσπασης από την Κοινότητα Καλυβίων και τον καθορισμό των ορίων, βρίσκει τα δυό Κοινοτικά Συμβούλια, στο γραφείο Παλ. Φώκαιας, σ΄ένα μικρό δωμάτιο του Ν. Δεληγιάννη. Ο πατέρας μου Χρυσόστομος Φρατζέσκος που ήταν γραμματέας, διηγείται το εξής γλαφυρό περιστατικό: «Μπαίνει στο γραφείο του χωριού μας ένας αρχοντόγερος παλαιών αρχών και πριν καθήσει πέφτει το βλέμμα του πάνω στον Γιώργο Μαλτέζο, (θείο του Γιάννη Μαλτέζου, της Στροφιλιάς) τον Αρίστο Αρίστου Κοινοτ. Σύμβουλο και σε μένα, τον γραμματέα, που φορούσαμε λόγω ζέστης κοντά πανταλονάκια. Χάνει το χρώμα του, εξαγριώνεται και έτσι θυμωμένος απευθύνεται στους συμβούλους του, και τους λέει αρβανίτιτκα:
«Τσέτε κουβεντιάσεις με άτα ρε…. Αφού για τούτοι πούστανι. Βέμι τίκιμι ρε». ΄Όπως θα καταλάβετε τα κοντοβράκια διέλυσαν τη συνεδρίαση, η οποία αναβλήθηκε για να ντυθούν οι μοντέρνοι για την εποχή εκείνη Φωκιανοί, κοσμιότερα.
Το 1951 η διοικητική περιφέρεια της Π. Φώκαιας έχει 25.000 στρέμματα γης και ο πληθυσμός είναι 526 κάτοικοι, οι οποίοι στο σύνολό τους σχεδόν ασχολούνται με τη γεωργία και την αλιεία. Μέχρι το 1955 ο τόπος παρουσιάζει την εικόνα της φωτογραφίας.
Η διάνοιξη της Λεωφόρου Αθηνών-Σουνίου το 1955 δεν αλλάζει μόνο το τοπίο. Η συγκοινωνιακή σύνδεση με την Αθήνα από την παραλιακή λεωφόρο συνδέει σταδιακά την οικονομική και κοινωνική ζωή της περιοχής στην οικονομική ανάπτυξη της πρωτεύουσας.
Λαμπρή απόδειξη η επίσκεψη του τότε Υπουργού Δημοσίων Έργων Κων/νου Καραμανλή, μαζί με την ΧΡΙΣΤΙΝΑ του Αριστοτέλη Ωνάση, όπου σπεύδουν να τον υποδεχτούν οι αρχές του τόπου.
Ετσι, τα κεραμοσκεπή σπίτια της παραλίας αρχίζουν να μετατρέπονται σε μικρές ψαροταβέρνες, και οι Αθηναίοι ανακαλύπτουν την Ανάβυσσο των Φωκιανών της «ΓΑΛΗΝΗΣ» του Ηλία Βενέζη.
Αργότερα τα χωράφια και τα οικόπεδα δίνονται και δω αντιπαροχή, στην περίοδο της χούντας χτίζεται η πρώτη πολυκατοικία στην παραλία, τα αμπέλια πωλούνται για παραθεριστικές κατοικίες των Αθηναίων, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια πλέον εγκαθίστανται μόνιμα όπως και στην ευρύτερη περιοχή, έτσι αλλάζει και η ομοιογένεια των κατοίκων. Σταδιακά ο τόπος κατακλύζεται από ταβέρνες, ο κεντρικός οικισμός πνίγεται από τις πολυκατοικίες, στα γύρω βουνά αναρριχώνται κατοικίες, ο τόπος αλλάζει δραματικά, με μόνο χαρακτηριστικό γνώρισμα που παραμένει, το λιμανάκι με τις ψαρόβαρκες, και στη μέση της πόλης ο λόφος της Αγίας Ειρήνης.
Συμπερασματικά καταλήγω ότι η Κοινότητα των Φωκιανών στην Μ. Ασία αποτελούσε ένα κοινωνικό σύνολο του οποίου η εθνική, θρησκευτική και πολιτιστική ταυτότητα, σαφέστατα διακριτή από αυτή των Τούρκων και των υπολοίπων, διατηρήθηκε αλώβητη παρά τις αντίξοοες συνθήκες της τουρκικής καταπίεσης.
Σ αυτό ασφαλώς συνετέλεσε η γεω πολιτική θέση της Φώκαιας και η ανάδειξή της από τα βάθη των αιώνων σε ναυτικό, εμπορικό και οικονομικό κέντρο της Μεσογείου. Ως εκ τούτου, η διαμόρφωση του χαρακτήρα των κατοίκων της σε δραστήριους και ανοιχτόμυαλους.
Η Κοινότητα των 600 περίπου Φωκιανών της Αττικής κατέφυγε στην Ελλάδα με άδεια χέρια, αλλά με μια ψυχή γεμάτη ανεξάντλητη δύναμη, κληρονομιά της μακραίωνης και αδιάκοπης θαλασσινής περιπέτειας των προγόνων τους. Εδώ η καταπίεση έχει άλλη μορφή. ΄Όπως όλοι οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονται στην αρχή, σαν ξένοι από τους ντόπιους. Το επίσημο ελληνικό κράτος παρά την φτώχεια και την πολιτική αστάθεια στην οποία βρίσκεται τότε, βοηθάει με λίγα μέσα την εγκατάστασή τους στην Ανάβυσσο.
Σήμερα ο πληθυσμός της Π. Φώκαιας έφτασε περίπου τους 4.000 κατοίκους. Ντόπιους Αθηναίους, αλλοδαπούς. Η κουλτούρα του τόπου αλλάζει, παράλληλα γίνονται κάποιες προσπάθειες επιτυχείς για να κρατηθεί η παράδοση και να μείνει αξέχαστη η ιστορία.
Οι τελευταίοι πρόσφυγες Φωκιανοί διαισθάνθηκαν φαίνεται τον κίνδυνο της απώλειας της μνήμης. Έτσι όταν το 1992 εμείς οι νεότεροι τους καλέσαμε για να μας ιστορήσουν τις μνήμες τους, μας πήραν απ’ το χέρι και μας γύρισαν πίσω στην πατρίδα. Προσκύνησαν τα σπίτια τους, δόσανε τα χέρια στους Τούρκους της Φώτσα και μίλησαν για ειρήνη και φιλία. Το ελεύθερο πνεύμα τους και η ταξιδιάρικη ψυχή τους αυτό τους υπαγόρευε.
Κι εμείς η επόμενη γενιά, πήγαμε πάρα πέρα, προς τα δυτικά. Στη Μασσαλία το 1999, καλεσμένοι για τις γιορτές των 2.500 ετών από την ίδρυση της Μασσαλίας από τους Φωκαείς. Είμασταν η τιμώμενη πόλη απ΄όλη την Ευρώπη. Ο φίλος μας ελληνιστής Ροζέ Μιλλιέξ είχε φροντίσει για όλα. Στη συνέχεια με πολύ προσπάθεια είναι αλήθεια, ανακαλύπτουμε την Ασέα Βέλια, την Ελαία του Παρμενίδη και του Ζήνωνα, μια πόλη με τις εγκαταστάσεις των Φωκαέων στον αρχαιολογικό της χώρο, φροντισμένες ανοιχτές στους τουρίστες. Επισκεπτόμαστε το Σχολείο «Παρμενίδης» με τα παιδιά και τους δασκάλους που για πρώτη φορά ακούνε για μας. Στη συνέχεια έγινε αδελφοποίηση των πόλεων και των σχολείων.
Το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα «Οι δρόμοι του λαδιού και της ελιάς» μετέπειτα με οδήγησαν στο Εμπούριας, μια από τις πιο σημαντικές αποικίες των Φωκαέων. Ο Δήμαρχος περίμενε το ελληνικό καραβάνι, έχοντας τοποθετήσει στο λόφο των Φωκαέων μια επιγραφή σε τρεις γλώσσες, Καταλανικά, Ελληνικά και Γαλλικά που έγραφε: « Εδώ ήρθαν οι Φωκαείς το 570 π.Χ. και έφεραν την ελιά στην Ιβηρική». Ακολούθησε και μ αυτήν την πόλη αδελφοποίηση. Αδελφοποιήθηκαμε τελικά και με τους Τούρκους, που ήρθαν πολλές φορές στην Ελλάδα, όπως κι εμείς πήγαμε στην Τουρκία.
Το 2001 οργανώσαμε εδώ ην 1η Συνάντηση των Φωκαϊκών Πόλεων της Μεσογείου, στην οποία πήραν μέρος οι Μασαλοί, οι Ιταλοί, οι Ισπανοί και οι Τούρκοι. Ο κάθε εκπρόσωπος κατέθεσα την ιστορία της πόλης του, και οι αφηγήσεις τους είναι αλήθεια συνέκλιναν εκπληκτικά.
Προσπαθώντας γι΄αυτές τις αδελφοποιήσεις τότε, είχα στο νού μου τον φάκελλο που είχαμε υποβάλλει οι τέσσερις Φωκαϊκές πόλεις στην Ε.Ε. το 1999 με τίτλο: «ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΟΙ ΦΩΚΑΕΙΣ ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ», για τον οποίο η Επιτροπή είχε αποφανθεί ότι η ιδέα είναι εξαιρετική, όμως θα έπρεπε να ενδυναμωθούν οι σχέσεις των πόλεων του δικτύου. ΄Ετσι προχωρήσαμε στις αδελφοποιήσεις, όμως δεν επαναυποβλήθηκε ποτέ ο φάκελλος, γιατί έπρεπε να γίνει από την Κοινότητα ή από τον Δήμο, όπου προσωπικά δεν είχα καμμία αρμοδιότητα πλέον. Η ιδέα και ο φάκελλος υπάρχει. ΓΕΝΟΙΤΟ!
Αγαπητοί φίλοι και φίλες, αγαπητά μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ, το εκκλησάκι που φέρει τόνομά σας για μένα λέει πολλά. Από τότε που ο παπούς μου είχε τον αυτοσχέδιο ταρσανά του παρηγοριά, απέναντι κάτω από το ξωκλήσσι, από τότε που μικρά παιδιά μαζί με τους ψαράδες ερχόμασταν όλο το χωριό με τις βάρκες, όση φουρτούνα και νάχε, για να προσκυνήσουμε στη χάρη του.
Ολη η ζωή μας εμάς των Φωκιανών είναι η θάλασσα, είναι το ταξίδι, είναι μακρύς ο δρόμος, όπως ακούσατε, γεμάτος περιπέτειες και συγκινήσεις που λέει κι ο μεγάλος μας ποιητής Κ. Καβάφης. Για μένα προσωπικά όλη αυτή η προγονική ιστορία έχει να κάνει πέρα απ’ όλα τα΄άλλα, μ΄ ένα ταξίδι αυτογνωσίας, που μ έκανε να καταλάβω πολύ καλά, πατρίδα τι σημαίνει.
Σας ευχαριστώ πολύ,
Ζαχαρώ Φρατζέσκου
Αύγουστος 2016
δείτε φωτό πατώντας ΕΔΩ
[sam id=”6″ codes=”true”]