189…έγραφε η χρονολογία. Τα μικρά μου δάχτυλα χάιδευαν τους αριθμούς, χώνονταν στους κύκλους του οκτώ, ακολουθούσαν με περιέργεια την μακριά ουρά του εννέα, αναζητούσαν την μαγεία των ψηφίων που ήταν σκαλισμένα στην ακατέργαστη πέτρα του πηγαδιού, που δέσποζε στο κέντρο του μικρού οικισμού.
Σαν να τους έβλεπα…χέρια επιδέξια και σκληροδουλεμένα το έχτισαν, με αγάπη και μεράκι. Και στο τέλος, χάραξαν με υπερηφάνεια την χρονολογία, στολίζοντας με καμάρι, το λιτό μεγαλούργημα.
Βαθιές ουλές το είχαν σημαδέψει. Παρακολουθούσα με δέος τον σιδερένιο τενεκέ που χανόταν στο απύθμενο χάος, για ν’ ανέβει σε λίγο ασήκωτος, χορτασμένος με διάφανο, κελαρυστό νερό, που ξεδιψούσε τ’ αχόρταγα, διψασμένα χείλη. Θυμάμαι που έγερνα να δω, την ξέφρενη πορεία του.Απελπισμένος χτυπούσε δεξιά κι αριστερά στα παγωμένα τοιχώματα,την ίδια ώρα, που το χέρι της μάνας με κρατούσε σθεναρά από την μπλούζα, ‘μην τύχει το κακό!’
Όταν έπεφτε το σκοτάδι, το σκέπαζαν με ένα βαρύ, σιδερένιο σκέπασμα, που το σιγούρευε ένας ασήκωτος τσιμεντόλιθος.
Καθόμουν στο σκαλοπάτι της μικρής βεράντας και το παρακολουθούσα.Μου έλεγε παλιές ιστορίες. Εικόνες μιας άλλης εποχής, γυναίκες που γέμιζαν τα κανάτια, άνδρες που ξέπλεναν τον ιδρώτα μέσα σε μια χούφτα με δροσερό νερό, κάρα που σταματούσαν υποχρεωτικά, για να ξεδιψάσουν τα ζώα..
Είχα χρόνια να πάω στον οικισμό. Ένας βαρύς, πλαστικός σωλήνας πλήγωνε τα σπλάχνα του κι έκλεβε την ζωή του. Έψαξα να βρω την χρονολογία….την είχαν σκεπάσει με πλάκες, ως ένδειξη καλλωπισμού..
άρθρο της Κατερίνας Μερκούρη