“Τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940 πήγαινα στην τρίτη τάξη του δημοτικού σχολείου. Ήταν το πρώτο διάλειμμα που είχαμε κάνει και καθόμουν σε μια πέτρα, κοντά στην πόρτα που είναι στη δυτική πλευρά της αυλής του σχολείου, στην οδό Γεωργίου Γκίνη.
Η αυλή ήταν γεμάτη από παιδιά που φώναζαν,έπαιζαν, συζητούσαν, όταν ξαφνικά οι φωνές σταμάτησαν από ένα δυνατό κρότο που ακούσαμε για πρώτη φορά από την Αθήνα…σε λίγο, είδαμε ένα σμήνος αεροπλάνα πάνω από την Πεντέλη, που είχαν πορεία προς τα Μεσόγεια. Οι Ιταλοί, είχαν κηρύξει τον πόλεμο. Όλα άλλαξαν σε ένα λεπτό….
Οι δρόμοι και η πλατεία είχαν γεμίσει κόσμο, η καμπάνα της εκκλησίας χτυπούσε συνέχεια, όλοι είχαμε αναστατωθεί, από τους κάμπους γύριζαν με τις σούστες και τα γαϊδούρια όσοι είχαν πάει για δουλειές και οι χωροφύλακες γύριζαν στα σπίτια και ειδοποιούσαν όσους ήταν να παρουσιαστούν στο στρατό. Το βράδυ, όλοι ήμασταν στην πλατεία και ζούσαμε τις πιο συγκινητικές στιγμές. Αγκαλιές, φιλιά,κλάματα από τις μάνες που τα παιδιά τους έφευγαν για το Μέτωπο……
Οι άντρες έφυγαν για το Μέτωπο, οι δουλειές σταμάτησαν αφού δεν υπήρχαν άλογα κι ήταν η εποχή της σποράς. Στο χωριό έμειναν μόνο
γέροι, γυναίκες και παιδιά. Γύρω στο χωριό, σε πολλά σημεία, έγιναν πολλά καταφύγια..ανοίγαμε χαντάκια και τα σκεπάζαμε με χοντρά ξύλα από πεύκο και χώμα. Αφήναμε δυο πόρτες στις δύο άκρες ώστε αν έκλεινε η μια πόρτα από τις βόμβες να μπορούμε να μπούμε από την άλλη. Όταν είχαμε επιδρομή, σήμαινε συναγερμός και χτυπούσε η καμπάνα…πότε πότε έπεφτε κάποιο εχθρικό αεροπλάνο από τα δικά μας αντιαεροπορικά.
Στα Καλύβια είχαν έρθει πολλοί Αθηναίοι και Πειραιώτες. Από την ημέρα που άρχισε ο πόλεμος ο φόβος μας μεγάλωνε, γιατί οι Ιταλοί ήταν πολύ εξοπλισμένοι και ξέραμε ότι ο κίνδυνος ήταν μεγάλος.
Και ξαφνικά, στις 12 Νοεμβρίου 1940, ήρθαν τα ευχάριστα νέα. Αυτή τη μέρα, τινάζαμε ελιές..ακούσαμε την καμπάνα της εκκλησίας και μάθαμε ότι ‘πήραμε την Κορυτσά’…
Στην πλατεία, γινόταν πραγματικό πανηγύρι.Το μοναδικό ραδιόφωνο ακουγόταν δυνατά να παίζει δημοτικά τραγούδια, εμβατήρια, να μεταδίδει ειδήσεις, ενώ η καμπάνα χτυπούσε συνεχώς. Όλοι πολέμησαν σκληρά. Τα λίγα αεροπλάνα που είχαμε, άκουσα ότι έκαναν μεγάλα κατορθώματα στις αερομαχίες, το ίδιο και το ναυτικό.
Ακόμα και οι γριές βοήθησαν σ’ αυτόν τον πόλεμο. Έπλεκαν όλη μέρα κάλτσες και φανέλες, τις έβαζαν σε δέματα και μια επιτροπή τις έστελνε στο Μέτωπο, γιατί αυτή τη χρονιά έκανε πολύ κρύο, όλα τα βουνά ήταν χιονισμένα και πολλοί στρατιώτες είχαν πάθει κρυοπαγήματα…”
Σωτ. Αθ. Κόλλιας, ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ ΤΑ ΚΑΛΥΒΙΑ.
Η φωτογραφία ‘Καλυβιώτες στον πόλεμο του 40’, ανήκει στον συγγραφέα και βρίσκεται στο άλμπουμ ‘ Καλύβια, μνήμες σε άσπρο και μαύρο φόντο’
Από ανάρτηση στο fb, της Κατερίνας Μερκούρη
[wonderplugin_carousel id=”30″]