Τις προκλήσεις, αλλά και τις λύσεις που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της σε διάφορους τομείς, όπως αυτόν της γεωργίας, των τροφίμων και της υγείας, έθεσαν επί τάπητος στο 8ο Πανελλήνιο Συνέδριο Agrotica με θέμα «Κλιματική αλλαγή και Γεωργία», οι συμμετέχοντες επιστήμονες. Το συνέδριο, οι εργασίες του οποίου ξεκίνησαν σήμερα και ολοκληρώνονται αύριο, συνδιοργάνωσαν η ΔΕΘ – Helexpo και το τμήμα Γεωπονίας, Σχολή Γεωπονίας, Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος ΑΠΘ. Στην έναρξη της ομιλία του ο καθηγητής στο Σουηδικό Πανεπιστήμιο Γεωπονικών Επιστημών SLU, Κώστας Καραντινινής, επανέλαβε ότι η μετά το 2020 Κοινή Αγροτική Πολιτική και η λεγόμενη Πράσινη Συμφωνία, δεν έχουν ακόμη συμφωνηθεί από τα Ευρωπαϊκά Όργανα και υπογράμμισε ότι η Ελλάδα είναι μία από τις δεκατρείς χώρες μέλη που δεν έχουν καταθέσει σχέδιο αποτροπής ή προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.
Μεταφέροντας τη θέση της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας, ο ίδιος είπε ότι στη μεγάλη πλειονότητά της συμφωνεί ότι η γεωργία μπορεί να μετατραπεί από υπαίτιο και θύμα σε σωτήρα, συντελώντας στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, που θεωρούνται οι κύριοι υπαίτιοι της κλιματικής αλλαγής. «Για αυτό όμως, απαιτείται συστημική μεταλλαγή της φυτικής και ζωικής παραγωγής και του όλου συστήματος αγροδιατροφής», υπογράμμισε και εξήγησε ότι η μεταλλαγή αυτή, θα πρέπει να ενσωματώσει τις νέες τεχνολογίες – την βιοτεχνολογία, την εφαρμοσμένη πληροφορική, την διαχείριση μεγάλων δεδομένων – και θα πρέπει να υιοθετηθεί από τους παραγωγούς και τους άλλους επιχειρηματικούς εταίρους της αγροδιατροφικής αλυσίδας.
Μια τέτοια μεταλλακτική αγροτική παραγωγή απαιτεί, όπως σημείωσε χαρακτηριστικά «στοχοποιημένες καινοτομίες μέσα από διαδικασίες έρευνας, διάχυσης γνώσης, συνάφειας, πειραματισμών πεδίου, παραγωγικής προσαρμογής, ενσωμάτωσης στο χωράφι, στον στάβλο και στην μεταποίηση, στην εμπορευματοποίηση και στην επιχειρηματικότητα».
Τόνισε, δε, ότι με δεδομένο ότι οι προαναφερόμενες διαδικασίες δημιουργούν κόστη και παράγουν δημόσια και κοινά κλαδικά αγαθά, απαιτούν θεσμικές αλλαγές και δομές διακυβέρνησης, ικανές να διαχειριστούν τις παραγωγικές μεταλλαγές και την κατανομή κόστους και προσδοκώμενου οφέλους.
Σχήματα παραγωγικών οργανώσεων για τη διακυβέρνηση της καινοτομίας, της προσαρμογής και της μετάλλαξης αγροδιατροφικών συστημάτων που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στην Ελλάδα υπό το φάσμα της κλιματικής αλλαγής, είναι κρίσιμο να εξεταστούν συστηματικά από τους εταίρους της αγροδιατροφικής αλυσίδας, σύμφωνα με τον ίδιο, ο οποίος και υπογράμμισε ότι «σε εθνικό, περιφερειακό και κλαδικό επίπεδο, θα χρειαστούν θεσμικές και πολιτικές παρεμβάσεις».
Στους πλέον ευάλωτους τομείς από την κλιματική αλλαγή, αυτούς των υγείας και γεωργίας, αναφέρθηκε ο ερευνητής στο γερμανικό Ερευνητικό Κέντρο Ανθρωπο – Βιομετεωρολογίας, γερμανική μετεωρολογική υπηρεσία, Ανδρέας Ματζαράκης. Όπως είπε, για την υγεία οι ισχυρότερες επιπτώσεις είναι οι καύσωνες και το πώς μπορούν να επηρεάσουν την καθημερινή ζωή και ευρύτερα τη δημόσια υγεία, ενώ για τη γεωργία είναι οι βροχοπτώσεις και η ξηρασία. «Για αυτό το συγκεκριμένο ζήτημα, είναι σχετικές οι προγνώσεις και οι προειδοποιήσεις, καθώς και η παροχή κλιματικών υπηρεσιών που σχετίζονται με τις συνέπειες της ξηρασίας και της ακραίας βροχής αλλά και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την προστασία και την ενίσχυση της γεωργικής παραγωγής», είπε χαρακτηριστικά. «Οι αλλαγές στις κλιματικές συνθήκες θα επηρεάσουν σημαντικά τον ρυθμό ανάπτυξης των καλλιεργειών, τις ανάγκες τους σε νερό και γενικότερα τη διαθεσιμότητα των υδατικών πόρων, κυριότερος χρήστης των οποίων είναι η γεωργία, που καταναλώνει το 80% στη χώρα μας» είπε από την πλευρά του ο αναπληρωτής καθηγητής του τμήματος Γεωπονίας του ΑΠΘ, Δημήτριος Καρπούζος. Για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, ο ίδιος τόνισε ότι προτείνονται σύγχρονες πρακτικές διαχείρισης των υδατικών πόρων στη γεωργία που αξιοποιούν καινοτόμες τεχνολογίες και στοχεύουν στην εξοικονόμηση και ορθολογική χρήση του αρδευτικού νερού.
Στο ευρωπαϊκό ερευνητικό πρόγραμμα Stargate, αναφέρθηκε ο καθηγητής του τμήματος Γεωπονίας του ΑΠΘ και συντονιστής του προγράμματος, Δημήτρης Μόσχου. Όπως είπε, στόχος του προγράμματος είναι να αναπτύξει μια μεθοδολογία έξυπνης, πολυεπίπεδης και ολιστικής προσέγγισης για μια κλιματικά έξυπνη γεωργία, αξιοποιώντας καινοτομίες του τομέα της διαχείρισης του μικροκλίματος και της διαχείρισης των ευρύτερων κινδύνων λόγω καιρικών συνθηκών. Το Stargate θα διαρκέσει για τέσσερα χρόνια, μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2023, και συμπεριλαμβάνει 26 εταίρους μεταξύ αυτών και την Ελλάδα. Για τη διείσδυση των ΑΠΕ στον αγροτικό τομέα, μίλησε από την πλευρά του ο καθηγητής στο Εργαστήριο Γεωργικών Κατασκευών & Εξοπλισμού, Τμήμα Γεωπονίας, ΑΠΘ, Θωμάς Κωτσόπουλος και λέγοντας ότι δεν βρίσκεται στο επιθυμητό επίπεδο, τόνισε ότι «το αποτέλεσμα είναι η γεωργία να εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις άμεσες εισροές ενέργειας». Όπως εξήγησε, η χρήση συμβατικών πηγών ενέργειας στη γεωργία οδηγεί στην παραγωγή αερίων του θερμοκηπίου και σε αυξημένο κόστος παραγωγής και στο πλαίσιο αυτό επισήμανε ότι δυστυχώς η δυνατότητα της χρήσης των ΑΠΕ σε επίπεδο αγροτικής εκμετάλλευσης ή σε επίπεδο ομάδας αγροτικών εκμεταλλεύσεων παραμένει αναξιοποίητη.
Τόνισε ότι υπάρχουν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στην ύπαιθρο, όπως είναι η ηλιακή ενέργεια, η γεωθερμία και η βιομάζα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και για τη μείωση του κόστους παραγωγής των αγροτικών προϊόντων.
Αναφερόμενος στις πολιτικές παρεμβάσεις της ΕΕ και της ελληνικής κυβέρνησης για το συγκεκριμένο θέμα, είπε ότι ναι μεν είναι θετικές, αλλά χρειάζεται να πλαισιωθούν και από τεχνικές λύσεις. «Οι λύσεις που θα προταθούν θα πρέπει να είναι φιλικές προς τον αγρότη, εύκολα εφαρμόσιμες και χαμηλού κόστους», είπε.
Μεταξύ των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής ιδιαίτερα σημαντικές θεωρούνται αυτές που αφορούν τον τομέα των τροφίμων, επισήμανε ο καθηγητής του ΑΠΘ, Κώστας Κουτσουμανής, σημειώνοντας ότι «οι πιθανές επιπτώσεις στη διαθεσιμότητα και ασφάλεια των τροφίμων που σχετίζονται με τον πρωτογενή τομέα έχουν ερευνηθεί και συζητηθεί ευρέως. Αντίθετα οι μελέτες σχετικά με την επίδραση της κλιματικής αλλαγής στη διατηρησιμότητα των τροφίμων, που καθορίζεται από τη δυνητική τους αλλοίωση, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες ποιότητας. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα τρόφιμα που μέχρι σήμερα θεωρούνται “ως μικροβιολογικώς σταθερά” και διακινούνται εκτός ψυγείου».
Πηγή:ΑΠΕ-ΜΠΕ