*φωτο άρθρου:
Από τις πρόβες για τη συναυλία-αφιέρωμα στον Θάνο Μικρούτσικο «Τους προβολείς στήσε» και μας μεταφέρει την ατμόσφαιρα. Ο Χρήστος Θηβαίος, ο Φοίβος Δεληβοριάς, ο Κώστας Θωμαΐδης, η Ρίτα Αντωνοπούλου, η Ρένια Λουιζίδου και ο Θύμιος Παπαδόπουλος προετοιμάζονται για τη μεγάλη συναυλία στο Ηρώδειο, που ανοίγει το πρόγραμμα του φετινού Φεστιβάλ.Pinelopi Gerasimou
Έφη Μαρίνου
Στις 15 και 16 Ιουλίου θα ακούσουμε τα τραγούδια που έγραψε για το θέατρο, τραγούδια που ξεπέρασαν τα όρια της σκηνής κι έγιναν επιτυχίες. Τη μουσική διεύθυνση θα έχει ο Θύμιος Παπαδόπουλος, ο άνθρωπος που ο Θάνος αποκαλούσε alter ego του. Θα τραγουδήσουν ο Χρήστος Θηβαίος, ο Φοίβος Δεληβοριάς, ο Κώστας Θωμαΐδης και η Ρίτα Αντωνοπούλου, ενώ ανάμεσα στις νότες η Ρένια Λουιζίδου θα ερμηνεύσει κείμενα γραμμένα από τον Θάνο Μικρούτσικο και τον Οδυσσέα Ιωάννου.
«Τους προβολείς στήσε» και ο Θάνος Μικρούτσικος επιστρέφει… Επιστρέφει ξανά με τις αθάνατες μουσικές και τα τραγούδια του, επιστρέφει χάρη στην αγάπη των συνεργατών του και την αγάπη του κόσμου.
Αυτό το παράξενο, το αμφίβολο καλοκαίρι, για δυο βραδιές στη σκηνή του Ηρωδείου, 15 και 16 Ιουλίου, μια μεγάλη συναυλία-αφιέρωμα θα φέρει κοντά μας τον μεγάλο συνθέτη και δημιουργό για να μας κάνει να ξεφοβηθούμε, να τολμήσουμε, να ζήσουμε την κάθε στιγμή της ζωής μας, να ονειρευτούμε γιατί όπως έλεγε εκείνος: «Κι ένα δευτερόλεπτο πριν το τέλος πρέπει να ονειρευόμαστε. Μόνο τότε υπάρχει η πιθανότητα να απογειωθούμε».
Τρεις άνθρωποι που έζησαν από κοντά τον Θάνο Μικρούτσικο στη ζωή αλλά και στη μουσική, η σύντροφός του συγγραφέας Μαρία Παπαγιάννη, ο στιχουργός Οδυσσέας Ιωάννου και ο σκηνοθέτης Θέμης Μουμουλίδης μιλάνε για εκείνον που χάθηκε στις μακρινές γραμμές των οριζόντων.
Μαρία Παπαγιάννη
«Καπετάνιος παντός καιρού»
Ο Θάνος ήταν χαρά μεγάλη για όλους όσους δούλευαν μαζί του. Μας χάριζε φτερά, μας προκαλούσε να τολμήσουμε, μας έπειθε ότι το ταξίδι θα είναι ωραίο. Ενα από τα πολλά δώρα που έκανε στους συνεργάτες του ήταν οι μικρές εκπλήξεις, οι απρόβλεπτες προτάσεις, το κέφι που ξεκινούσε την πρόβα και τις συζητήσεις. Ο Θάνος στις δουλειές μας ήταν καπετάνιος παντός καιρού. Από την άλλη τίποτα δεν ήταν εύκολο μαζί του. Ηταν απόλυτος: δουλειά, πολλή δουλειά.
Οταν ανέβαινε να παίξει στη σκηνή ήταν καλός μαθητής. Δεν αρνιόταν να κάνει ό,τι του ζητούσε ο σκηνοθέτης. Χόρευε, φορούσε πιτζάμες, αυτοσαρκαζόταν. Δεν είχε κανένα κόμπλεξ, ανοιχτός να δοκιμάσει κάθε ιδέα. Σπουδαίος παραμυθάς, αγαπούσε πολύ τα παιδιά και πίστευε στη φαντασιακή δύναμή τους. Ηταν πάντα καθοριστικός γι’ αυτόν ο τρόπος που θα αφηγηθούμε την ιστορία, η φόρμα. Ακλόνητη πεποίθησή του πως η τέχνη δεν αφορά μια στιγμή αλλά διεργασία μέσα στον χρόνο. Ετσι, όποτε ξεκινούσαμε το «μια φορά κι έναν καιρό…» προσπαθούσαμε να γεμίσουμε τις τσέπες τους για να έχουν.
Στην τελευταία παράσταση ήταν ενθουσιασμένος που δουλεύαμε με νέα παιδιά, την ομάδα C for circus «Ως την άκρη του κόσμου», όσο κουρασμένος κι αν ήταν συντονιζόταν με το κέφι, το πάθος τους. Ηρωες του έργου ήταν δυο παιδιά που χάσανε το σπίτι τους, την πατρίδα τους, την οικογένειά τους. Ο Θάνος πάντα έλεγε πως γράφουμε για ό,τι μας καίει, είτε ξεκινάει από τη βάρβαρη πραγματικότητα, είτε ξεκινάει από μέσα μας. Νομίζω ότι ώς την τελευταία στιγμή αυτό έκανε. Σε μια τόσο δύσκολη στιγμή της ζωής του επέμενε ότι ο μόνος δρόμος είναι ο δρόμος. Για παιδιά, για μεγάλους, για πειρατές, για όλους. Οι δυο μικροί ήρωες θα συνεχίσουν «ώς την άκρη του κόσμου» να πολεμούν να φτάσουν σε μια καινούργια πατρίδα ή, όπως έλεγε ο Θάνος, σε μια δίκαιη κοινωνία όπου όλα τα παιδιά θα ξεκινούν από την ίδια αφετηρία. Αυτό το παραμύθι το ονειρευόταν ώς το τέλος.
Οδυσσέας Ιωάννου
«Με στοχασμό, σκέψη και συναίσθημα»
Πέρα από τη μουσική, ο Θάνος Μικρούτσικος αγάπησε την ποίηση, το θέατρο και τα ταξίδια. Οταν μάλιστα αυτά συνδυάζονταν, βρισκόταν σε μια συνθήκη που τον αναστάτωνε. Οταν δεν έβρισκε τη συνθήκη τη δημιουργούσε ο ίδιος. Ενωνε ποιητές και εποχές μ’ έναν τρόπο απόλυτα πρωτότυπο, που στην ουσία επρόκειτο για τη μεταφορά στη σκηνή δικών του διαδρομών που έκανε συχνά όταν έκλεινε τα μάτια.
«Την ώρα που πέφτω στο κρεβάτι, στα λεπτά που απομένουν μέχρι να με πάρει ο ύπνος, κάνω απίθανα ταξίδια! Σκοτία, Παρίσι του 1848 και του 1870. Λάτρεψα το Παρίσι και το Εδιμβούργο. Οπως και τη Σαρλβίλ, τη γενέτειρα του Αρθούρου Ρεμπό»…
Το 1984 έπειτα από πρόταση του Βέλγου σκηνοθέτη Ανρί Ρονς, ξεκίνησαν το γράψιμο μιας όπερας για τη ζωή του Ρεμπό. Το σχέδιο έμεινε στη μέση.
Η σκηνική μουσική του Θάνου Μικρούτσικου -μουσική και τραγούδια για θέατρο, μουσικό θέατρο, όπερα και μπαλέτο- έχει καταγεγραμμένα 82 έργα. Από κλασικό ρεπερτόριο μέχρι τη σύγχρονη θεατρική έκφραση. Από Αριστοφάνη και Ευριπίδη, Μολιέρο και Σέξπιρ, Μπρεχτ και Λόπε ντε Βέγκα μέχρι Ιάκωβο Καμπανέλλη, Μάριο Ποντίκα και Γιώργο Χειμωνά. Από Ρίτσο, Καββαδία και Σκαρίμπα μέχρι τις «επιθεωρήσεις» του Λάκη Λαζόπουλου.
Ο Μικρούτσικος ήταν άνθρωπος της συνεύρεσης. Προέκτεινε στη σκηνή εκείνο που αποζητούσε και στη ζωή του: την ανθρώπινη επαφή. Γι’ αυτό ήταν και ο ίδιος ένα φως που συνέχεια δυνάμωνε όταν ανέβαινε στη σκηνή, ίσως και γι’ αυτό δεν ασχολήθηκε τόσο πολύ με τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Ηθελε τα πάντα να γίνονται εκείνη τη στιγμή μπροστά στα μάτια μας. Και πολλές φορές να γεννιούνται μπροστά μας. Και μετά, όταν πεθάνουν, να έχουν αφήσει ζωηρές αναμνήσεις ζωής σ’ όσους βρέθηκαν μαζί εκείνες τις βραδιές. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο λόγο που αγάπησε τόσο πολύ τη «θνησιγενή» τέχνη του θεάτρου. Ισως έτσι κατάφερνε να παντρέψει την ισχυρή «υλιστική» του θεώρηση του κόσμου, όσον αφορά την πολιτική του ιδεολογία, με το αμείωτο πείσμα του για την αναγκαιότητα του ονείρου, μέχρι τις τελευταίες στιγμές του.
Αρκετοί ήταν και οι σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργάστηκε. Αναφέρω ενδεικτικά τον Σπύρο Ευαγγελάτο, με τον οποίο είχε μακρά συνεργασία, τον Γιώργο Μιχαηλίδη, τον Ζυλ Ντασσέν, τον Γιάννη Μαργαρίτη, τον Ανρί Ρονς -επίσης πολυετής η συνεργασία τους-, τον Γιώργο Μεσσάλα, τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο, τον Λάκη Λαζόπουλο, τον Θανάση Παπαγεωργίου, τον Θέμη Μουμουλίδη.
Είχε στοχασμό και σκέψη πέρα από το συναίσθημα όταν καταπιανόταν με κείμενα και ποιήματα. Με ανεπτυγμένη την ευθύνη του «δημόσιου «λόγου» που οφείλει να έχει κάθε έργο τέχνης, προσπαθούσε να είναι και χρήσιμος πέρα από όμορφος. Να γράψει μουσικές και τραγούδια που να σέβονται τους συγγραφείς των έργων αλλά ταυτόχρονα να μιλήσει για τη σύγχρονη συγκυρία. Αυτό τον κινητοποιούσε περισσότερο από όλα, να μιλήσει για την εποχή του. Με ένα θάρρος που δεν του έλειψε ποτέ, το οποίο τον χαρακτήρισε και ως έναν καλλιτέχνη που δεν φοβήθηκε τις τομές και τις ρήξεις, τόσο με τη μουσική του όσο και με τις δημόσιες τοποθετήσεις του.
Μεταφέρω τον προβληματισμό του όταν κλήθηκε να γράψει μουσική και τραγούδια για έργα του Μπρεχτ: «Ηθελα να περάσω στη μουσική τον τρόπο του Μπρεχτ στο θέατρο. Κόντρα στο θέατρο της ταύτισης, ο Μπρεχτ υποστήριξε και εφάρμοσε την αποστασιοποίηση του ηθοποιού.
Ο ηθοποιός είναι ταυτοχρόνως μέσα κι έξω από τον ρόλο του. Αυτό βοηθάει τους θεατές να αναπτύξουν κριτική στάση -ο Μπρεχτ υποστήριζε πως μόνο τέτοιοι πολίτες, με κριτική στάση, μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Μελετώντας τον Αϊσλερ είδα πως την ώρα που ανέπτυσσε μια κυκλική μελωδία, λίγο πριν την ολοκληρώσει την “κατέστρεφε”. Αυτό προσπάθησα να κάνω κι εγώ στο “Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου”, να φτιάξω μια μελωδία και στην πορεία να της αλλάξω κατεύθυνση, χωρίς να την κάνω δύσκολη, προτρέποντας τον ακροατή να μη θεωρεί τίποτα δεδομένο».
Στο Ηρώδειο θα ακουστούν 22 τραγούδια γραμμένα για το θέατρο. Ορισμένα είναι πολύ γνωστά, δεν έχουν όμως συνδεθεί από τον κόσμο με τις ανάγκες κάποιας θεατρικής παράστασης, όπως η «Ελένη», γραμμένη για το «Είμαστε όλοι θεατές» του Μπάμπη Τσικληρόπουλου.
Ολοι όσοι δουλέψαμε γι’ αυτή την παράσταση μπήκαμε ξανά για αρκετό καιρό μέσα στον κόσμο του Θάνου Μικρούτσικου, με ανάμεικτο συναίσθημα λύπης και χαράς. Με τη βαριά εξάμηνη απουσία του να πέφτει σαν σκιά πάνω στα χαρτιά μας αλλά και με τη χαρά της παρουσίας του στο παρόν μας, στο ισχυρό αποτύπωμα που άφησε στις ζωές όλων μας ως καλλιτέχνης αλλά και ως άνθρωπός μας.
Θέμης Μουμουλίδης
«Δίψα για ζωή και δημιουργία»
Χειμώνας, αρχές της δεκαετίας του ’80. Φοράει ένα ωραίο, μακρύ σκουρόχρωμο παλτό και μια ρεπούμπλικα στο ίδιο χρώμα. Η αίθουσα κατάμεστη, από νέους, κυρίως, ανθρώπους. Μια διάλεξή του κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Θέμα της «Ο σύγχρονος πολιτισμός και η επόμενη μέρα». Μιλάει με διαπιστώσεις, αλλά, κυρίως, διατυπώνει προτάσεις. Σκέψη διαφορετική, λόγος ευφυής, τεκμηριωμένος, έξυπνα μάτια και πάντα προσηνής προς όλους. Η διάλεξη κρατάει πάνω από τρεις ώρες. Απαντάει με υπομονή σε αμέτρητες ερωτήσεις. Κανένας δεν κουνιέται από τη θέση του. Ανήσυχη εποχή.
Λίγες εβδομάδες αργότερα. «Μιλάμε σαν να γνωριζόμαστε χρόνια». Γελάει. Με προσκαλεί να παρακολουθήσω μια πρόβα του. Γνωρίζει όσο ελάχιστοι να διδάσκει τη σκηνική μουσική, αλλά εκείνο που εντυπωσιάζει είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνεται και διδάσκει τον λόγο: «Αγαπώ την ποίηση. Είναι μεγάλο σχολείο για την τέχνη». Ευδιάθετος, επίμονος, με χιούμορ, σε όλη τη διάρκεια της πρόβας, δεν σταματάει στιγμή να επισημαίνει λεπτομέρειες και να ενθαρρύνει, κυρίως τους νέους καλλιτέχνες.
Διεκδικεί με πάθος αυτό που θέλει ν’ ακούσει ως αποτέλεσμα. Εχει φανταστεί κι έχει σχεδιάσει με ωρολογιακή ακρίβεια κάθε στιγμή του έργου του. Ταυτόχρονα ακούει και επεξεργάζεται, με το σπάνιο χάρισμα που διαθέτει να αναλύει και να συνθέτει, κάθε καινούργια πρόταση. Ξέρει να ακούει! Τίποτε δεν πηγαίνει χαμένο.
Πρώτη επαφή με τις θεατρικές του μουσικές στη Θεσσαλονίκη το 1977, «Φουέντε Οβεχούνα». Θυμάμαι ακόμη τις μουσικές και τα τραγούδια του και τη σκηνή του ξεσηκωμού.
Το 1983 η πρώτη μας συνεργασία στο έργο του Π. Μάρκαρη «Το έπος του βασιλιά Υμπύ» στο θεατρικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εδώ για πρώτη φορά συνειδητοποιώ πως πέρα από σπουδαίος δημιουργός είναι κι ένα μεγαλόψυχο, γενναιόδωρο σπάνιο πλάσμα, που πάλλεται από τη δίψα για ζωή και δημιουργία. Αυτός ο άνθρωπος ξέρει ν’ αγαπάει.
Συζητάει ατέλειωτες ώρες με τους φοιτητές, επί μέρες, για κάθε ζήτημα της παράστασης, για κάθε λεπτομέρεια, αλλά και για την πολιτική επικαιρότητα εκείνης της ιδιαίτερης εποχής. Η πολιτική ανάλυση είναι μια από τις μεγάλες του αγάπες. Ενώ ξεχωρίζει ως προσωπικότητα έχει το μεγαλείο της απλότητας και το μέγα ταλέντο της επικοινωνίας: «Αγαπώ τη μουσική πράξη στον Μπρεχτ αλλά μέσα μου η Καντάτα είναι αξεπέραστη! Ο Ρίτσος είναι μεγάλος ποιητής. Μεγάλος και αδικημένος σ’ αυτή τη χώρα. Το φαντάζεσαι, του δώσανε μισό βραβείο για τη Σονάτα. Τι με κοιτάς;»…
Είναι ισοβίως με το μέρος των αδικημένων. Γράφει γι’ αυτούς. Μιλάει απ’ την αρχή με πάθος και αγωνία για την ανάγκη δημιουργίας νέων πολιτιστικών θεσμών, ονειρεύεται ένα διαφορετικό μέλλον για τον ελληνικό πολιτισμό. Δεν σταματάει να σχεδιάζει, να προτείνει και κυρίως να δημιουργεί: «Η Πολιτεία οφείλει να δώσει στον πολιτισμό χώρο, χρήμα και ελευθερία. Οφείλει κυρίως να του δώσει τη θέση που του αξίζει. Χρειάζονται θεσμοί και άνθρωποι που να εμπνέουν. Ολοι μας οφείλουμε να δώσουμε χώρο στους νέους ανθρώπους και στους νέους δημιουργούς».
Ταξιδεύει στο εξωτερικό με σημαντικές συνεργασίες, σε εξαιρετικές σκηνικές μουσικές. Εμπνευστής, δημιουργός και καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας, ενός εκ των σημαντικότερων πολιτιστικών θεσμών στη σύγχρονη Ελλάδα. Η πόλη αλλά κι ένας ολόκληρος κόσμος αγκαλιάζει το πρωτόγνωρο για τη χώρα πρωτοποριακό εγχείρημα, απόδειξη πως ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας τον ακολουθεί γιατί τον εμπιστεύεται.
Καλλιτεχνικός διευθυντής στο Μουσικό Αναλόγιο του ΜΜΑ, νέα πρόκληση η αξιοποίηση των χώρων, η ανάδειξη νέων προσώπων, δημιουργών, η αναζήτηση της αντίληψης του σύγχρονου σε μια εποχή που το φτηνό εισβάλλει μεθοδικά. Ο σημαντικότερος υπουργός Πολιτισμού μαζί με τη Μελίνα στην ιστορία ενός αμφιλεγόμενου υπουργείου, βάζει τα θεμέλια για μεγάλη τομή στον σύγχρονο πολιτισμό. Ξεπερνάει τη χρόνια γραφειοκρατία και προχωράει δυναμικά στην αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των εποπτευόμενων φορέων. Δημιουργεί το Δίκτυο Πόλεων, καθώς γνωρίζει καλά και αγαπάει την ελληνική περιφέρεια, τη διαχρονικά αδικημένη από τα κέντρα λήψης αποφάσεων, δίνει ζωή, δημιουργεί ρόλο διακριτό σε κάθε πόλη, αλλάζοντας τον πολιτιστικό χάρτη της χώρας.
Συνεργαζόμαστε σε πολλά έργα. Χρόνια αργότερα αποφασίζουμε να προχωρήσουμε σ’ αυτό που συζητούσαμε και σχεδιάζαμε από το 1988. Μια παράσταση με θέμα τα τραγούδια του στην ποίηση του Ν. Καββαδία.
«Θα έχω και κείμενο στη σκηνή;»
«Εννοείται».
«Σκέφτεσαι κάτι;»
«Διάβασέ το, είναι για σένα».
Το διάβασε: «Εφυγα! Ταξίδεψα! Περιπλανήθηκα. Ορκίζομαι πως είδα όσα νόμισε πως είδε ανθρώπου νους. Παραμυθάς και διάβολος, ξενύχτησα. Χάθηκα στις μακρινές γραμμές των οριζόντων. Το παραμύθι που θα πω το ζω από καιρό. Μου αρέσει. Θα ξεκινάω την παράσταση μ’ αυτό, με τους 7 νάνους».
Γράφει καινούργια θέματα για το εγχείρημά μας, χρησιμοποιούμε μουσικά θέματα από άλλα του έργα και διαφορετικές εποχές: «Τι λες για εκείνο το θέμα από τη Φουέντε Οβεχούνα, για τη σκηνή του προλόγου σου;». «Αυτό είναι συνωμοσία, Θάνο, αλλά θα γίνει».
Τώρα παίζει στη σκηνή με την ορχήστρα να τον απολαμβάνει από το πιτ του θεάτρου, να τραγουδάει κάθε βράδυ αξεπέραστα τους 7 νάνους. Συνεργαζόμαστε πάνω από 80 άνθρωποι στην παράσταση. Το θέατρο γεμάτο κάθε βράδυ. Και στο τέλος των 7 νάνων, ενώ είναι ακόμη πεσμένος πάνω στο πιάνο, ο κόσμος τον αποθεώνει για ώρα πολλή. Και κάθε βράδυ ξεχωρίζει ο σεβασμός του προς όλους, ο υπερθετικός λόγος γι’ αυτούς που πιστεύει, η φροντίδα για τους νέους ανθρώπους. Συμφωνούμε να συνεχίσουμε το καλοκαίρι.
Ιούνιος 2017. Στο τηλέφωνο: «Προέκυψε ένα έκτακτο πρόβλημα, πρέπει να μιλήσουμε». Σάββατο μεσημέρι στο γνωστό ταβερνάκι στην Καισαριανή, πίσω από την εκκλησία. Τρώμε, συζητάμε, είμαστε αισιόδοξοι, γελάμε. Είναι ήρεμος. Μιλάει για το πρόβλημα που προέκυψε. Είναι ψύχραιμος όπως πάντα, εξοικειωμένος με την πραγματικότητα. Θέλει και ξέρει να διαχειρίζεται την κάθε κρίση. Συνεχίζει να αστειεύεται με όλους γύρω του, με εκείνη τη σπάνια ευγένειά του. «Θα περάσει, υπομονή ώς τον Ιούλιο, τότε θα ξέρουμε περισσότερα».
Χειμώνας 2019. Χριστούγεννα. Από το παράθυρο η θάλασσα αγριεμένη. Στο βάθος ένα καράβι. Ακούμε τις μουσικές του. Γυρίζει το βλέμμα του στο μέρος της θάλασσας. Εκεί ξεχνιέται για λίγο. Στρέφει και με κοιτάζει: «Πες μου ειλικρινά, πώς με βλέπεις;». «Μια χαρά. Είσαι πολύ καλύτερα». «Το λες αλήθεια;». «Αλήθεια»… Βγήκα από το δωμάτιο. Είναι όλοι εδώ.
Θυμάμαι ένα απόγευμα το περασμένο καλοκαίρι. Του τηλεφώνησα. Ακουγόταν ευτυχισμένος: «Είμαι στο χωριό. Μόλις βγήκα από τη θάλασσα. Υπέροχη αίσθηση. Με ξεκουράζει αφάνταστα η θάλασσα κι αυτή η αίσθηση ελευθερίας… Φίλε, σ’ το ξαναλέω: Λυπήσου όσους δεν ονειρεύονται».