Μελίνα Χαριτάτου
-Ήταν η πρώτη μέρα με το νέο ωράριο στην Αθήνα. Δευτέρα 17 Αυγούστου. Η ώρα ήταν 12:05, το ξέρω επειδή την είδα μόλις αντίκρισα το φάρο του περιπολικού απέναντι. Το μαγαζί δεν είχε ούτε έναν πελάτη, τους είχαμε σηκώσει όλους στις 11:50 και είχαμε κάνει Ζ. Δύο παιδιά που δούλευαν είχαν ήδη μαζέψει τα μισά τραπέζια. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, δε γίνεται να μαζευτεί αλλιώς ενα μαγαζί. Με δύο δισκοκήλες και έναν κατεστραμμένο ώμο από τα πολλά «μαζέματα», εγώ δεν μπορώ πλέον να βοηθήσω παρά ελάχιστα. Κάθομαι με μία εκ των συνεταίρων μου σε ένα τραπέζι έξω, γεμάτο βρώμικα ποτήρια με μισο-τελειωμένα ποτά -πλην του δικού μου-, καπνίζω και περιμένω να φύγουμε. Μαζί μας, μια κοπέλα που επίσης δούλευε εκείνο το βράδυ αλλά που μετά από παρότρυνση των αγοριών ξεκουραζόταν και περίμενε κι αυτή. Μέχρι να φτάσει στην γωνία, να κατέβει το όργανο της τάξης και να με πλησιάσει άντε να είχε πάει 12:08.
«Τι γίνεται εδώ; Τι ώρα κλείνουμε;»
«Εχουμε κλείσει»
«Δεν το βλέπω. Εσείς γιατί κάθεστε;»
«Τι εννοείτε; Περιμένω να μαζέψουμε να φύγουμε»
«Ούτε εσείς μπορείτε να κάθεστε! Αυτοί εδώ ποιοι είναι; Τα ποτά στο τραπέζι τι είναι;»
«Εργαζόμενη κι συνέταιρος. Το ποτό αυτό είναι δικό μου, τα άλλα είναι απλά βρώμικα ποτήρια»
«Εγώ πώς το ξέρω αυτό; ότι αυτά στο τραπέζι είναι από πριν; Το έχετε διαβάσει το ΦΕΚ; Κανείς δεν κάθεται, ούτε εσείς»
«Δεν το είδα αυτό στο ΦΕΚ, το ΦΕΚ λέει να έχει κλείσει η επιχείρηση, κάτι που έχει γίνει, δε λέει ότι δε μπορώ να κάθομαι σε μια καρέκλα ούτε ότι δε μπορούμε να μαζεύουμε το μαγαζί αφού κλείσει η επιχείρηση»
«Δεν σας βλέπω να μαζεύετε! Θέλετε να έρθω αύριο να σας γράψω για 10.000 ευρώ;»
► Το γράμμα του νόμου δεν νοείται να έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα, παρά μόνο ηθελημένα. Ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα που αντιμετωπίζουμε στην εστίαση, υπάρχουν δύο ΦΕΚ που έχουν οδηγήσει σε πρωτόγνωρες καταστάσεις. Καταστάσεις παντελώς άσχετες με την Δημόσια Υγεία που θα μπορούσαν να λυθούν με πολύ απλούς τρόπους. Το μόνο που χρειάζεται είναι πολιτική βούληση για εξορθολογισμό κι διόρθωση αποτυπώσεων που οδηγούν σε παράλογα αποτελέσματα. Α ναι, απαιτείται και κάτι ακόμα: η πολιτεία να μην αποσκοπεί απλά να πάρει πίσω από την εστίαση όσα έδωσε κατά την διάρκεια του lockdown σε ολόκληρη την Ελλάδα!
Το πρόβλημα με τα δύο ΦΕΚ (αυτό που αφορά στον υπολογισμό του μέγιστου αριθμού ατόμων που επιτρέπεται να εξυπηρετήσει ένα μαγαζί στον εξωτερικό χώρο και αυτό που αφορά στο ωράριο) δε βρίσκεται στο πνεύμα του νόμου. Αυτό, όσο και να δυσκολεύει την επιβίωση μας, ας πούμε ότι το καταλαβαίνουμε. Το πρόβλημα βρίσκεται στον τρόπο που αυτά κατανοούνται και εφαρμόζονται καθώς όχι μόνο δεν τηρείται το πνεύμα, αλλά δεν τηρείται ούτε και το γράμμα, μιας και υπάρχουν αδιευκρίνιστα σημεία (δεν υπάρχει καν “γράμμα” δηλαδή!!) που επιτρέπουν στον καθένα να τα ερμηνεύει κατά το δοκούν. Αποτέλεσμα, πολλές απο αυτές τις ερμηνείες, να είναι ακόμη κι εντελώς αντίθετες με το πνεύμα, κι άρα τον σκοπό των νόμων αυτών! Όταν επιτρέπεται δε η “άποψη” του καθενός να μεταφράζεται σε 10.000 ευρώ πρόστιμο και σφράγιση, αρχίζει να ξεφεύγει το πράγμα.
Τι λένε και -κυρίως- τι δε λένε τα δύο ΦΕΚ
► Το πρώτο αφορά στο μέγιστο αριθμό πελατών που μπορεί να εξυπηρετήσει ένα κατάστημα, και συγκεκριμένα τα όσα προβλέπονται για τον εξωτερικό χώρο. Ποιο είναι το πνεύμα του νόμου; Να αποφευχθεί ο συνωστισμός κι η περαιτέρω μετάδοση του ιού σε δημόσιους χώρους. Πότε θεωρούν ότι προκύπτει συνωστισμός; Οταν υπάρχουν περισσότερα από ένα άτομο ανά 2 τ.μ (2,2 τμ στο εσωτερικό). Πώς θεωρούν ότι αποφεύγεται η περαιτέρω διάδοση του ιού σε δημόσιους χώρους; Όταν δεν «αναμειγνύονται» άσχετοι άνθρωποι μεταξύ τους και οι ήδη «υπαρκτές ομάδες» τηρούν αποστάσεις μεταξύ τους. Οι αποστάσεις που πρέπει να τηρούνται ανάμεσα σε αυτές τις ομάδες ανθρώπων στα μαγαζιά περιγράφονται ξεκάθαρα. Υπάρχουν οδηγίες μέχρι κι για το πως αλλάζουν αυτές οι αποστάσεις ανάλογα με την θέση της καρέκλας. Ο μέγιστος αριθμός πελατών προκύπτει απο το άθροισμα των εσωτερικών, των ημιυπαίθριων και των υπαίθριων τετραγωνικών.
Πρώτον, σε αυτό το ΦΕΚ δεν αναφέρει πουθενά εάν μπορούμε, εφόσον τηρούνται οι αποστάσεις, να μοιράσουμε ελεύθερα τους πελάτες (μεταξύ μέσα κι έξω χώρου). Ο καθένας κάνει ότι καταλαβαίνει. Κάπως έτσι, έχουν σφραγιστεί μαγαζιά που είχαν έναν και δύο «υπεράριθμους» έξω ενώ δεν υπερέβαιναν το επιτρεπόμενο σύνολο και τηρούσαν τις αποστάσεις.
Δεύτερον, ο τρόπος που μετράνε τον αριθμό ατόμων που επιτρέπεται να εξυπηρετηθούν στον εξωτερικό χώρο καταργεί τους νόμους της όποιας, μα όποιας, επιστήμης. Λαμβάνουν υπόψη τα τ.μ που έχουν παραχωρηθεί σε ένα μαγαζί και στα οποία επιτρέπεται να τοποθετήσει τραπέζι κι όχι το σύνολο του διαθέσιμου εξωτερικού χώρου! Δηλαδή μετράνε το «συνωστισμό» σε ένα «φανταστικό περιβάλλον» όπου οι πελάτες είναι κλεισμένοι στα τ.μ για το οποία πληρώνει το μαγαζί χωρίς να υπολογίζουν τους διαδρόμους πεζών, τα παρτέρια και τα δέντρα, τους πεζόδρομους ακόμα και τους δρόμους ή τέλος πάντων όποιο χώρο υπάρχει και χωρίζει τους μεν από τους δε.
Ο χώρος στον οποίο δε μπορείς μεν να βάλεις τραπέζι αλλά είναι εκεί (!) κι δημιουργεί αποστάσεις πολύ μεγαλύτερες από τις απαιτούμενες είναι σαν να μην υπάρχει! Και το ακόμα καλύτερο, με αυτή τη λογική, πολύ συχνά ένα μαγαζί καλείται να εξυπηρετήσει περισσότερους πελάτες μέσα απ’ ότι έξω την στιγμή που όλοι θα μπορούσαν να βρίσκονται έξω τηρώντας μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες αποστάσεις!
Ένας απλός εξορθολογισμός στο γράμμα που θα επέτρεπε σε όλους να τηρήσουμε το «πνεύμα» του νόμου θα ήταν μια αποτύπωση που αναγνωρίζει ότι όπου υπάρχει επιλογή να εξυπηρετούνται άνθρωποι σε εξωτερικό χώρο τηρώντας τις αποστάσεις αυτό, όχι μόνο μπορεί αλλά, θα έπρεπε να προτιμάται! Παρομοίως, προφανώς κι ο όποιος χώρος στον οποίο βρίσκονται οι πελάτες θα πρέπει να υπολογίζεται ως αυτός που πραγματικά είναι κι όχι σαν να βρίσκονται σε κάποια φούσκα που αιωρείται.
► Το δεύτερο ΦΕΚ αφορά στο ωράριο: Και πάλι εδώ, το πνεύμα του νόμου ποιο είναι; Να μειωθεί το ωράριο καταστημάτων εστίασης ώστε να μειωθεί κι η διάρκεια κατά την οποία «συνωστίζεται» ο κόσμος. Οποτε, βάση «πνεύματος», όταν φύγουν οι πελάτες πάυει να υπάρχει κι ο όποιος συνωστισμός. Εάν πάρουμε το γράμμα του νόμου, πουθενά δε διευκρινίζει εάν στις 12 πρέπει να έχει κλείσει η «επιχείρηση» -η οποία σταματάει να λειτουργεί όταν φύγουν οι πελάτες και γίνει το Ζ- ή πρέπει να έχουν σβήσει τα φώτα του κτηρίου, που λέει ο λόγος. Μια επιχείρηση στην οποία μαζεύουν , ή καθαρίζουν, ή κάθονται και τρώνε μετά την βάρδια (ποσο δύσκολο είναι άραγε να διαπιστωθεί εάν πρόκειται η όχι για εργαζομένους;) «δε συνιστά ανοιχτή επιχείρηση» και προπάντων, δεν συνιστά «συνωστισμό».
Επειδή όμως δεν έχει γίνει καμία αποσαφήνιση, κάθε αστυνομικό τμήμα κάνει ό,τι νομίζει με αποτέλεσμα σε ορισμένες περιοχές να αισθανόμαστε ότι καταταχθήκαμε στο στρατό! Ανάλογα δε με το πόσα άτομα δουλεύουν, ή και με την ηλικία τους ακόμα, αναγκαζόμαστε να διώξουμε τους πελάτες σε διαφορετικές ώρες προκειμένου να προλάβουμε αλαφιασμένοι να τελειώσουμε τις -πάρα πολλές πιστέψτε με- δουλειές πριν σημάνει 00:00 κι έρθουν να μας «συνετίσουν» υπό την απειλή των 10.000 ευρώ! Προς τι αυτή η αχρείαστη και παράλογη πίεση;
Εάν λοιπόν ο σκοπός του νόμου είναι πραγματικά ο περιορισμός της διάρκειας του συνωστισμού ας διευκρινίσουν επιτέλους στα όργανα που επιβλέπουν την εφαρμογή του τα αυτονόητα ώστε, ακόμα κι όσοι αμφισβητούμε την αποτελεσματικότητα του, να μπορούμε να τον εφαρμόσουμε διατηρώντας την ψυχική μας ηρεμία.
Εάν πάλι δεν προβαίνουν στις εν λόγω διευκρινήσεις (τις οποίες έχουμε ζητήσει επανειλημμένα) επειδή «το πνεύμα» του νόμου επεκτείνεται και σε άλλου είδους βαθύτερες επιθυμίες που αντανακλούν ψευτοπουριτανιστικές και αυταρχικές απόψεις περί κοινωνικής «τάξης και οργάνωσης» ας το ξεκαθαρίσουν ώστε να πράξουμε τα δέοντα όσοι θέλουμε να διατηρήσουμε έστω ένα μέρος της ελευθερίας κι της αξιοπρέπειάς μας κι που, εκτός απο τα ΦΕΚ, ευτυχώς έχουμε διαβάσει και το Σύνταγμα.
Υ.Γ.: Κάποιοι συνάδελφοι -τους οποίους πνίγει το δίκιο- σπεύδουν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους με παράπονο υποστηρίζοντας ότι «για κάποιους λίγους την πληρώνουμε όλοι.» Έχουν δει κάποιο ρεπορτάζ για μαγαζιά που εφαρμόζουν τα μέτρα; Για μαγαζιά που διώχνουν περισσότερους από όσους σερβίρουν προκειμένου να τηρήσουν τα προβλεπόμενα ενώ ο τζίρος τους έχει πέσει στο 1/3; Η δαιμονοποίηση της εστίασης κι η καθημερινή προβολή ακραία παραβατικών περιπτώσεων είναι επικοινωνιακή στρατηγική επιλογή. Είμαστε ο πιο εύκολος στόχος για να γίνει επίδειξη αυστηρότητας και οικονομική αφαίμαξη κυρίως επειδή, αντίθετα με άλλους κλάδους, είμαστε σκορποχώρι. Αυτήν ακριβώς την πεποίθηση ενισχύουμε όταν λέμε ότι «εμείς ήμασταν καλοί» και «άδικα την πληρώνουμε για όσους ήταν κακοί». Εάν την πληρώνουμε όλοι δεν είναι επειδή ο τάδε παραβίασε τους κανόνες. Την πληρώνουμε όλοι επειδή οι αρχές προσφεύγουν στη συλλογική τιμωρία ή στην τιμωρία για παραδειγματισμό καταστρατηγώντας τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ισονομία. Και πολύ θα το ήθελε να στρέψουμε την οργή μας στα «άλλα», στα «κακά παιδιά». Σε αυτό υπάρχει μόνο μία, διαχρονική, απάντηση: η ισχύς εν τη ενώσει.