Σε ηλικία 77 ετών έφυγε από τη ζωή ο πολυβραβευμένος συγγραφέας του «Τάλγκο», που έστηνε διαρκώς γέφυρες ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς, σε δύο γλώσσες.
Eλληνας για τους Γάλλους, Γάλλος για τους Ελληνες, ο Βασίλης Αλεξάκης έστηνε διαρκώς γέφυρες ανάμεσα σε δύο πόλεις, την Αθήνα και το Παρίσι, ανάμεσα σε δύο κουλτούρες. Εγραφε και στις δύο γλώσσες, αρχίζοντας πότε από τη μία, πότε από την άλλη, είχε μια έμφυτη περιέργεια να ανακαλύπτει, απεχθανόταν τη σοβαροφάνεια, ήταν πάντα ερωτευμένος με τις αξίες και τις χαρές της ζωής, πάνω απ’ όλα όμως με τις λέξεις.
Σε αυτές ισορροπούσε σαν ακροβάτης σε τεντωμένο σκοινί, συνέθετε με μοναδική μαεστρία τις οικείες μα ευφάνταστες και ανατρεπτικές ιστορίες στα πολυδιαβασμένα βιβλία του «Η καρδιά της Μαργαρίτας», «Τάλγκο», «Παρίσι-Αθήνα», «Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα», «Ο μικρός Ελληνας», «Η μητρική γλώσσα», «Το κλαρινέτο» και πολλά άλλα που κυκλοφόρησαν από τον «Εξάντα» και το «Μεταίχμιο». «Γιατί στα πιο δύσκολα της ζωής μου οι λέξεις με βοήθησαν να επιβιώσω. Γιατί οι λέξεις σέβονται τη σιωπή σου. Αλλωστε, οι λέξεις έχουν μια ανάμνηση της σιωπής που προηγήθηκε», όπως χαρακτηριστικά μας έλεγε ο ίδιος.
Η συγγραφή έδινε δύναμη στον Βασίλη Αλεξάκη στη μάχη με τον καρκίνο, τον οποίο πάλεψε γενναία, με αισιοδοξία τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο τα πολλαπλά προβλήματα υγείας τον είχαν καταβάλει και χθες άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 77 ετών, στο σπίτι του στην Αθήνα. Θα μας λείψουν η σπιρτάδα της γραφής του, το χιούμορ και η ευφυΐα του.
Οπως και το τακτικό ραντεβού στο διαμέρισμά του στο Κολωνάκι, κάθε φορά που κυκλοφορούσε ένα νέο μυθιστόρημά του. Μας υποδεχόταν με ένα ποτήρι κρασί στους λιτούς χώρους με την απαράλλαχτη διακόσμηση: δύο κουκέτες, ένα μεγάλο τραπέζι του πινγκ πονγκ και ένας πίνακας με δύο κάλτσες – σύνθεση δικής του έμπνευσης… Και όταν μας υπέγραφε τα βιβλία του σχεδίαζε στην άκρη μια μικρή φιγούρα – άλλωστε είχε ασχοληθεί επαγγελματικά και με το σχέδιο.
Ο Βασίλης Αλεξάκης ήταν γεννημένος συγγραφέας, έγραφε από μικρός και δημιουργούσε από μόνος του τα εξώφυλλα. Σε ηλικία 17 ετών με υποτροφία έφυγε για τη Λιλ της Γαλλίας για να σπουδάσει δημοσιογραφία.
Η υποτροφία του ήταν μικρή και έτσι αναγκάστηκε να δουλέψει σε ένα εστιατόριο. Επειτα από τρίχρονες σπουδές επέστρεψε στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, αλλά ξαναγύρισε και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1968 μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα. Εργάστηκε στη Monde des livres για δεκαπέντε χρόνια, ενώ παράλληλα σχεδίαζε και έγραφε ραδιοφωνικά κομμάτια. Ασχολήθηκε και με τον κινηματογράφο (η ταινία του «Οι Αθηναίοι» κέρδισε το Α’ βραβείο στο διεθνές φεστιβάλ κωμωδίας του Σανρούς το 1990) και το θέατρο («Εγώ δεν…», «Μη με λες Φωφώ»).
Αναγνωρισμένος συγγραφέας στην Ευρώπη, είχε χορτάσει βραβεία: Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για τις «Ξένες λέξεις» (2004), Medicis για τη «Μητρική γλώσσα» (1995), το 2007 η Γαλλική Ακαδημία τού απένειμε το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος, ενώ το 2017 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας από το Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το «Τάλγκο», το πρώτο μυθιστόρημα του Βασίλη Αλεξάκη γραμμένο απευθείας στα ελληνικά (κυκλοφόρησε πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1982 κι έναν χρόνο αργότερα στα γαλλικά, μεταφρασμένο από τον ίδιο), βραβεύτηκε επίσης από τη Γαλλική Ακαδημία. Μάλιστα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο, με τίτλο «Ξαφνικός έρωτας» και πρωταγωνιστές την Μπέτυ Λιβανού και τον Αντώνη Θεοδωρακόπουλο.
«Δεν χρειάζεται να είσαι ιδιαίτερα ευφυής για να γράψεις ένα μυθιστόρημα. Χρειάζεται αθωότητα, να πιστεύεις στην ιστορία σου, να είσαι λίγο παιδί επειδή κάνεις ένα παραμύθι. Οι έξυπνοι άνθρωποι ας γράφουν δοκίμια… για την επανάσταση, πώς φτάσαμε στη χούντα ή για τις βαθύτερες ρίζες της κρίσης», μας έλεγε ο ίδιος το 2016, όταν είχε κυκλοφορήσει «Το κλαρινέτο», ενώ παρομοίαζε τον συγγραφέα με μαραγκό: «Οποιο κι αν είναι το προσωπικό σου ερέθισμα, πρέπει να ξέρεις να φτιάχνεις ντουλάπες. Αν βάλεις συρταράκια και την κάνεις πιο περίπλοκη, εκεί θα βάλεις και τα πιο προσωπικά σου πράγματα. Τη δική μου ντουλάπα γεμάτη την παραδίδω».
Τότε είχε χαρακτηρίσει τον εαυτό του μετανάστη. «Οταν ζεις από το 1969 στο Παρίσι, η Ελλάδα γίνεται μια μυθική χώρα. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα της κρίσης προσγειώθηκα στην πραγματικότητα. Κατάλαβα ότι η χώρα δεν είναι αυτό που νόμιζα εγώ όταν έκανα μπάνια τα καλοκαίρια στην Τήνο…». Ομως ένιωθε αισιόδοξος. «Από αγάπη για την Ελλάδα. Είναι μια χώρα όπου γυρίζεις, παρά φεύγεις». Και πίστευε ότι το «ταξίδι» ενισχύει την ελληνική ταυτότητα. «Δεν προδίδουμε την Ελλάδα ταξιδεύοντας, αλλά αρνούμενοι το γεγονός ότι περνάει ο χρόνος, ότι έχουμε διανύσει χιλιάδες χρόνια από την αρχαιότητα, ότι πρέπει να τελειώνουμε με ορισμένα πράγματα, όπως με τα θέματα της Εκκλησίας, και άλλα που τα εκμεταλλεύεται και η άκρα Δεξιά…
Υπάρχει ένα είδος νοσταλγίας που δίνει την εντύπωση ότι το μέλλον είναι πίσω μας. Οι παραδόσεις όμως χρειάζονται και αμφισβήτηση. Πρέπει να δεχτούμε ότι είμαστε σε μια πορεία, αλλιώς προδίδουμε το μέλλον μας».