Θανάσης Βασιλείου
Είναι κοινός τόπος. Οταν ένα θέμα μονοπωλεί τη συζήτηση, συσκοτίζονται πολλά που νοούνται ως «δευτερογενή» – ανεξάρτητα από το αν είναι σημαντικότερα. Οταν μιλάμε για το τερατούργημα της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ), δεν μιλάμε για τον ρόλο του δημόσιου Πανεπιστημίου, για το ανθρώπινο κεφάλαιο, για τη φυγή εγκεφάλων από τη χώρα, για ακαδημαϊκές ελευθερίες, για ίσες ευκαιρίες, για αξιοκρατία και ποιότητες κ.λπ. στην κοινωνία του 21ου αιώνα. Οι παραπάνω παράγοντες θα μπορούσαν -αίροντας τις στρεβλώσεις του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου- να στηρίξουν τη μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη. Ομως, η κυβέρνηση βαφτίζει «σωτηρία» την κοινωνική απορρύθμιση και προχωράει στην υλοποίηση του ειδικού σχεδίου κοινωνικής αναπαραγωγής και διανομής πλούτου.
Δυστυχώς, διαχρονικά, όχι μόνο δεν υπήρξαν απαντήσεις στα παραπάνω, αλλά δεν υπήρξε σχέδιο για την ελληνική κοινωνία ούτε στον μεσοπρόθεσμο ούτε στον μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Στην Ελλάδα, με θεσμική ανευθυνότητα καθηλώθηκαν οι ευκαιρίες και οι δυνατότητες προόδου και μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Στη χώρα των «Κληρονόμων» η έννοια και οι δυναμικές της κοινωνικής κινητικότητας είναι άγνωστα πράγματα. Ειδικότερα, η διαγενεακή κινητικότητα, δηλαδή η πιθανότητα τα παιδιά να κάνουν διαφορετικά επαγγέλματα από αυτά των γονέων και, μέσα από τους μηχανισμούς της εκπαίδευσης, να κερδίσουν ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο και έναν ποιοτικότερο τρόπο ζωής για τους εαυτούς τους και για το σύνολο, φαντάζει αίτημα από άλλο πλανήτη.
Η Ελλάδα που κόπτεται για το brain drain (τη φυγή εγκεφάλων) δεν έχει σαφές σχέδιο για την αποτροπή του. Ο «κόφτης» της ΕΒΕ, απλώς, ενισχύει την τάση. Οι κυβερνητικές επιλογές -και όχι μόνον αυτές- πριμοδοτούν τη λογική της ανταλλαξιμότητας του πτυχίου με τις ανάγκες του στρεβλού παραγωγικού μοντέλου (π.χ. τουρισμός) που εμποδίζει τη δημιουργία αξιοκρατικών και ποιοτικών θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, φροντίζοντας αφ’ ενός για την καθήλωση της χώρας στις χαμηλές επιδόσεις στους περισσότερους ποιοτικούς δείκτες (Job Qualities Indices, European Skills Index κ.ά.) και αφ’ ετέρου για το σχετικά χαμηλό επίπεδο απολαβών των εργαζομένων μέσω της απορρύθμισης της εργασίας.
Η «πιο επιτυχής κυβέρνηση όλων των εποχών» αδιαφορεί για το χαμηλό επίπεδο υλικής ευημερίας. Η χώρα καταλαμβάνει την προτελευταία θέση στη σχετική λίστα του ΟΟΣΑ και την τελευταία θέση στην Ε.Ε. όσον αφορά το επίπεδο ικανοποίησης των πολιτών από τη ζωή τους. Λογικό, εφόσον η «αποτελεσματική διαχείριση του ανθρώπινου κεφαλαίου» στην Ελλάδα εξαντλείται στους «μπαρμπάδες από την Κορώνη».
Στην Ελλάδα καταστρατηγούνται το πνεύμα όλων των επιστημονικών κοινωνικών και οικονομικών μελετών αλλά και οι συστάσεις όλων των διεθνών οργανισμών. Ο κανόνας λέει ότι για να προοδεύσουν οι κοινωνίες, τα εκπαιδευτικά συστήματα θα πρέπει να θέτουν στόχους. Και πρώτος στόχος είναι η αύξηση του αριθμού των πτυχιούχων στα μαθηματικά, τις κοινωνικές επιστήμες και την τεχνολογία, η μείωση του ποσοστού των νέων με χαμηλές επιδόσεις στις ικανότητες κατανόησης κειμένου, η συμμετοχή στη διά βίου μάθηση του ενήλικου ενεργού πληθυσμού κ.λπ.
Προφανώς, ο πλούσιος «στούρνος» θα πάρει πτυχίο. Αλλά ο φτωχός «στούρνος» θα μείνει στούρνος και φτωχός. Οι ίσες δυνατότητες εκπαιδευτικών ευκαιριών, απλά, δεν υφίστανται. Το εκπαιδευτικό λειτουργεί ως σύστημα επιλογής και προνομιακής μεταχείρισης των προνομιούχων. Με τα απότοκα της ΕΒΕ και την όλη λογική της απονομής ιδιοτήτων και δεξιοτήτων μέσω των τίτλων σπουδών (μια και η πνευματική καλλιέργεια δεν ενδιαφέρει κανέναν), οι τίτλοι σπουδών απλώς θα επιβραβεύουν αυτούς που ήδη έχουν πάρει την παρτίδα· θα δικαιώνουν όσους είναι ήδη κυρίαρχοι· θα αποκλείουν πιθανούς ταλαντούχους· θα μετατρέπουν τα κοινωνικά προνόμια σε «αξιοκρατία» και θα δικαιολογούν ως αυτονόητες και «φυσικές» τις ανισότητες. Αυτό είναι, με δυο λόγια, το σκεπτικό της κυβέρνησης.
Και για να δούμε τη διαφορά. Ο γερο-Κολοκοτρώνης που δεν ήξερε γραφή και ανάγνωση και του οποίου «το κονδύλι δεν πήγαινε μακρύτερα από όσα ψηφία ζωγράφιζαν τ’ όνομά του» -κατά τη μαρτυρία του Γ. Τερτσέτη- έδινε μεγαλύτερη αξία στο Πανεπιστήμιο και τον ρόλο του στον 19ο αιώνα και ανησυχούσε γι’ αυτό περισσότερο απ’ όσο ανησυχεί η κ. Κεραμέως για τη χώρα στον 21ο αιώνα. Στην ερώτηση «Ποιο είναι το εθνικό σπίτι της Ελλάδας;» η απάντηση που έδινε ήταν «Το Πανεπιστήμιο». Και σε ερώτηση του Οθωνα στα πέριξ της Πανεπιστημίου, στη φάση που χτιζόταν το Πανεπιστήμιο, «Πώς σας φαίνεται, Στρατηγέ, αυτό το μεγάλο σχολείο που κτίζομεν;» η απάντηση ήταν: «Να σου πω, Μεγαλειότατε, μου φαίνεται ότι τούτο δω, δεν θα έπρεπε να κτιστεί κοντά εις εκείνο (δείχνοντας το Παλάτι), διότι φοβούμαι ότι τούτο θα φάει εκείνο» (εφημ. «Εστία», 9 Οκτωβρ. 1896). Αλλά αυτό συμβαίνει σήμερα που γιορτάζουμε τα 200 χρόνια του κράτους. Η κυβερνητική πολιτική τρώει τη χώρα.