“Ο Ιερώνυμος Μπος, αλλόκοσμος Φλαμανδός, είχε ονοματίσει μια γκραβούρα Το δάσος έχει αυτιά, ο αγρός έχει μάτια. Είχε ζωγραφίσει οφθαλμικούς βολβούς στο έδαφος και τοποθετήσει δυο αυτιά στις παρυφές του δάσους. Οι καλλιτέχνες το γνωρίζουν: Το θηρίο σάς παρακολουθεί χωρίς να το αντιλαμβάνεστε. Μόλις το συλλάβει ανθρώπινο μάτι, εξαφανίζεται”. – S. Tesson, Η λεοπάρδαλη του χιονιού
Πιστεύω ότι δεν πρέπει να γίνεται κατάχρηση του βιωματικού τρόπου γραφής. Από την άλλη, οι γονείς μου φτιάξαν πατρικό στη Βαρυμπόμπη και εξοχικό (κοντά) στο Πευκί. Μπορείτε να χαμογελάσετε με την ειρωνεία, δεν παρεξηγώ. Μόνο που ενώ στη Βαρυμπόμπη όλα είναι μια χαρά, απλώς έγινε κάρβουνο το δάσος, στην Εύβοια δεν ήμασταν τόσο τυχεροί. Έφτασα στο σπίτι μας την Πέμπτη. Ένα μέρος του σπιτιού κάηκε. Επειδή είμαι αθεράπευτα ορθολογιστής, δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι αποκτούν ένα μετάλιο που τους επιτρέπει να λένε ό,τι θέλουν, επειδή κάτι έπαθαν. Πάντα προσπαθώ να σκέφτομαι τι ισχύει. Αυτό θα κάνω και τώρα.
Η μαζική ανυπακοή στην Εύβοια
Στη Βαρυμπόμπη έμεινα, όπως ίσως κάποιοι αντιλήφθηκαν, και μετά το μήνυμα εκκένωσης, συνεπώς παρανόμησα. Το έκανα για όσο θεωρούσα ότι είναι ασφαλές, παραβιάζοντας την κρατική οδηγία και εμπιστευόμενος το ατομικό μου αισθητήριο.
Είμαι πάντα δίπλα σε πυροσβέστες όταν είμαι στη φωτιά, ώστε να υπάρχει επικοινωνία με εκπαιδευμένους ειδικούς και επαφή με ασύρματο. Και μετά έφυγα. Στην Εύβοια λοιπόν υπήρξε ένα ολόκληρο κύμα ανθρώπων που επέλεξαν να παρανομήσουν για να σώσουν τα σπίτια τους. Και πολλοί το πέτυχαν.
Είδα με έκπληξη ακόμη και την Καθημερινή να επαινεί τους κατοίκους για τον ηρωισμό τους, αντί να τους ψέγει για την αψήφηση της επίσημης οδηγίας εκκένωσης από το 112. Ποιο είναι λοιπόν το μάθημα που κατάφερε να δώσει η πολιτεία σε αυτούς τους ανθρώπους;
Ότι υπακούοντας χάνεις το σπίτι σου και παρακούοντας το σώζεις. Το ήθελε; Όχι. Αλλά φοβάμαι ότι όταν χειρίζεσαι τα πάντα επικοινωνιακά, αυτή είναι μια εντελώς αναμενόμενη παρενέργεια.
Όταν πολιτεύεσαι λέγοντας ψέματα, η απώλεια της εμπιστοσύνης του κόσμου κάποια στιγμή θα δυσχεράνει τη διαχείριση της κρίσης.
Η οδηγία εκκένωσης δίνεται κανονικά ως έσχατη καταφυγή, με το υπόρρητο συμβόλαιο ότι το κράτος ότι θα προσπαθήσει να προστατεύσει τα σπίτια του κόσμου.
Όταν έγινε σαφές ότι το χυδαίο σκεπτικό της κυβέρνησης ήταν μόνο να αποφύγει τους νεκρούς (θα επανέλθω σε αυτό, για να δώσω εξηγήσεις στους τυμβωρύχους που μας εγκαλούν ότι δεν νοιαζόμαστε αρκετά για την ανθρώπινη ζωή), οπότε εκκένωνε ολόκληρες περιοχές αδιαφορώντας για τα ζώα, τα δάση και τις περιουσίες, ο κόσμος σταμάτησε να υπακούει.
Είναι καλό αυτό; Θα σας εκπλήξω: δεν είναι. Χρειάζεται να υπάρχει η πίστη στην ειδίκευση του πυροσβέστη, για να μπορείς σε μια στιγμή πραγματικής ανάγκης να πεις στον κόσμο να φύγει και ο κόσμος να υπακούσει. Η πατέντα: “εκκενώστε τη χώρα, θα γυρίσουμε μετά την πυρκαγιά, τα δάση ξαναγίνονται”, έχει ως αποτέλεσμα ο κόσμος να κάνει του κεφαλιού του σε καταστάσεις άμεσου κινδύνου, και αυτό δεν είναι κάτι που θεωρώ πολύ καλή ιδέα.
Κάναν καλά όλοι αυτοί που παραβίασαν την κρατική οδηγία; Ναι. Το έκανα κι εγώ. Είναι καλό αυτό γενικά; Δεν το θεωρώ επανάσταση. Θα προτιμούσα να μην παίζονται επικοινωνιακά παιχνίδια με αντικείμενο την πυρόσβεση.
Να το θέσω και αλλιώς: γιατί επέτρεψε το κράτος από τη μεριά του την παραβίαση της οδηγίας εκκένωσης; Δεν έπρεπε να την επιβάλει, αν ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου; Επέτρεψε τη μαζική, δημόσια και πανηγυρική καταστρατήγηση της εντολής εκκένωσης, ακριβώς διότι έλειπε η νομιμοποίηση που θα έδινε η πρακτική αναγκαιότητα. Αν σκέφτεσαι επικοινωνιακά, αργά ή γρήγορα γελοιοποιείσαι.
Η παγερή αδιαφορία για τη ζωή μασκαρεμένη ως ευαισθησία
Η κυβέρνηση μας εγκαλεί διά του ιντερνετικού στρατού των τρολ για το ότι υποβαθμίζουμε την αξία της ζωής, όταν λέμε ότι “απλώς” δεν κάηκαν άνθρωποι. Πώς μπορούμε να λέμε “απλώς”; Είμαστε τόσο αδιάφοροι απέναντι στην αξία της ανθρώπινης ζωής; Δεν είναι η ζωή το υπέρτατο αγαθό; Προσοχή, δεν θα πω ότι η ζωή θέλει δέντρα και αναμνήσεις, αλλιώς δεν είναι ζωή. Θα προτιμούσα να επιζήσω και να ξαναρχίσω από την αρχή, παρά το αντίθετο. Το πρόβλημα είναι αλλού.
Όταν λέμε ότι η “κουλτούρα εκκένωσης” σημαίνει ότι πολύ απλά τους ενδιαφέρει η σύγκριση με το Μάτι, δεν το λέμε γιατί αδιαφορούμε για την ανθρώπινη ζωή, ενώ εκείνοι νοιάζονται. Το λέμε γιατί ο πήχης της πυρόσβεσης δεν μπορεί να μπαίνει τόσο χαμηλά, να λέμε ότι για μια φωτιά που καίει χωρίς αέρα για δέκα μέρες, οφείλουμε να δοξάζουμε τον Μητσοτάκη για το ότι δεν ζήσαμε ακόμα ένα Μάτι.
Όταν χάνεται ένα ζώο, ένα σπίτι, είναι μια αποτυχία. Τι νόημα έχει να τη συγκρίνεις με μια ολέθρια, τραγική αποτυχία, για να νιώθεις καλύτερα; Ποιος απάνθρωπος νους σκέφτηκε ότι μπορεί να καεί η μισή Ελλάδα χωρίς άνεμο, και να λέμε “ευτυχώς δεν είχαμε και (πολλά) (ανθρώπινα) θύματα”; Αυτό μας έλειπε να έχουμε και θύματα, σε μια φωτιά που πλησίαζε για τρεις, πέντε, δέκα μέρες, με ανοιχτούς δρόμους. Αυτό μας έλειπε!
Θα χαθεί μια πόλη από τις πλημμύρες που περιμένουμε τον χειμώνα και θα μας ζητούν να πούμε μπράβο που δεν πνίγηκε κανείς; Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ