Άρης Χατζηστεφάνου
Η αρχική, σκληρή αντίδραση των Lidl στην προσπάθεια μιας 70χρονης γυναίκας να βρει λίγα τρόφιμα για να φάει δεν είναι ξένη για τον εταιρικό πολιτισμό που εκφράζει εδώ και δεκαετίες η εταιρεία σε όλο τον κόσμο. Με τη διαφορά ότι συνήθως την πληρώνουν οι εργαζόμενοι.
Πριν από περίπου 15 χρόνια ένας 16χρονος με καταγωγή από τη Νιγηρία που μεγάλωσε στο Λονδίνο έγραψε ένα κακόηχο αλλά πιασάρικο τραγούδι, που ξεκινούσε με τον εξής στίχο: «Μια μέρα πήγα στα Lidl για να κλέψω κάτι αλλά με έπιασαν – και έτσι δεν ξαναπήγα στα Lidl». Με εξίσου απλουστευτικούς στίχους ο African Boy, κατά κόσμον Αλουσόλα Αγιόσε, περιέγραφε πώς κατάφερε να εισέλθει παράτυπα στη Βρετανία χωρίς διαβατήριο και πώς η πείνα του τον οδήγησε να αναζητά τροφή στα ράφια των μεγάλων σούπερ μάρκετ. Το τραγούδι έγινε viral και σηματοδότησε την έναρξη της καριέρας του African Boy.
Ακολούθησε ένα συμβόλαιο στη δισκογραφική εταιρεία της τραγουδίστριας MIA, συνεργασίες με μεγάλα ονόματα όπως ο DJ Shadow και ο Φέμι Κούτι αλλά ακόμη και κρατική υποτροφία να για να συνεχίσει τη μουσική του παραγωγή. Και όλα αυτά ενώ σπούδαζε Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Μπρουνέλ του Λονδίνου. Η Αγγλία φάνηκε να αναγνωρίζει στο πρόσωπό του έναν Γιάννη Αγιάννη. Μόνο που η ύπαρξη ενός Αγιάννη προϋποθέτει πάντα την παρουσία ενός Ιαβέρη, τον οποίο αρκετοί έχουν προσωποποιήσει εδώ και χρόνια στην αλυσίδα Lidl.
Το 2015 το δεύτερο μεγαλύτερο συνδικάτο της Γερμανίας, ver.di, παρουσίασε έρευνα δύο ετών για την απολυταρχική κουλτούρα που επικρατούσε στα υποκαταστήματα της πέμπτης μεγαλύτερης αλυσίδας σούπερ μάρκετ στον κόσμο. Στην έκθεση, που δημοσιεύτηκε την Παγκόσμια Ημέρα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, γινόταν λόγος για «αβάσταχτη καταπίεση και κλίμα τρόμου», για εργαζόμενους που δουλεύουν καθημερινά απλήρωτες υπερωρίες σε ρυθμούς που τσακίζουν τον ανθρώπινο οργανισμό αλλά και για τις εκδικητικές και «βρόμικες» απολύσεις όσων διαμαρτύρονταν.
Μια ταμίας, που μίλησε τότε στο δίκτυο ZDF με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, δήλωσε ότι την ανέκριναν για τρεις ώρες με βρισιές και χτυπήματα στο γραφείο του διευθυντή για να παραδεχτεί ότι έκλεψε 20 ευρώ (το οποίο η ίδια αρνούνταν) και να υποβάλει παραίτηση. Μια άλλη υπάλληλος εξηγούσε ότι πολλές φορές γυρνούσε με βρεγμένο παντελόνι στο σπίτι καθώς την άφηναν για ώρες χωρίς αντικαταστάτη στο ταμείο και την απειλούσαν με τιμωρία αν σηκωνόταν για να πάει στην τουαλέτα.
Παρόμοια περιστατικά είχαν προκαλέσει σάλο στην Τσεχία το 2004 όταν η εταιρεία Kaufland (που ανήκει μαζί με τα Lidl στον όμιλο Schwarz Gruppe) απαιτούσε από τις γυναίκες υπαλλήλους που είχαν περίοδο να φοράνε ένα περιβραχιόνιο, προκειμένου να μπορούν να πηγαίνουν όποτε θέλουν στην τουαλέτα – για τους υπόλοιπους αυτό το δικαίωμα δεν υπήρχε. Συμπωματικά την ίδια περίοδο η εταιρεία έλαβε σχεδόν ένα δισεκατομμύριο δολάρια από την Παγκόσμια Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης προκειμένου να αναπτύξει το δίκτυο καταστημάτων της στην Ανατολική Ευρώπη. Φορολογούμενοι, δηλαδή, από όλο τον κόσμο πλήρωναν μία από τις πλουσιότερες γερμανικές οικογένειες επιχειρηματιών να προωθεί τις επιχειρήσεις της με το σκεπτικό ότι προσφέρουν φτηνά προϊόντα – τα οποία οι κάτοικοι του πρώην ανατολικού μπλοκ χρειάζονταν για να επιβιώσουν από τις θεραπείες-σοκ που τους επέβαλλαν οργανισμοί όπως… η Παγκόσμια Τράπεζα.
Η υπόθεση πάντως, που σύμφωνα με την εφημερίδα Guardian έδωσε στα Lidl τον τίτλο της «Στάζι» των σούπερ μάρκετ, ήταν η τοποθέτηση στον χώρο εργασίας μικροσκοπικών καμερών που κατασκόπευαν τους υπαλλήλους, αλλά και το γεγονός ότι για κάθε εργαζόμενο υπήρχε «φάκελος» που θα ζήλευε και η ανατολικογερμανική υπηρεσία πληροφοριών. Τα συγκεκριμένα αρχεία περιλάμβαναν πληροφορίες όπως πόσα δευτερόλεπτα μίλησε μια υπάλληλος στο τηλέφωνο, τι θα μαγείρευε το απόγευμα στο σπίτι της αλλά και τι συνήθειες είχαν οι φίλοι της.
Τα Lidl απαντούσαν σε όλες αυτές τις κατηγορίες είτε με την απόλυτη σιωπή τους είτε (ιδίως μετά το 2015) με το επιχείρημα ότι πρόκειται για μεμονωμένα περιστατικά τα οποία δεν πρόκειται να επαναληφθούν.
Προφανώς τα Lidl δεν διαφέρουν ιδιαίτερα από τις αντίστοιχες αμερικανικές αλυσίδες λιανικού εμπορίου των ΗΠΑ, όπως τα Walmart και η Amazon. Αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο στα αιτήματα δημιουργίας συνδικάτων, εξουθενώνουν τους εργαζομένους τους και εξακολουθούν να αγοράζουν προϊόντα από χώρες όπως το Μπανγκλαντές, όπου ένας εργάτης λαμβάνει από 0,02 έως 0,09 ευρώ για κάθε παντελόνι τζιν που κατασκευάζει (και το οποίο τα Lidl πουλούσαν στην Αγγλία για 5,99 λίρες, τσακίζοντας τον ανταγωνισμό).
Αν διαφέρει σε κάτι ο όμιλος Schwarz Gruppe (και ο μεγάλος ανταγωνιστής τους, Aldi) είναι ότι εδώ και δεκαετίες φέρνουν και στην Ευρώπη κάθε αντεργατική «καινοτομία» του αμερικανικού λιανικού εμπορίου ή των συνθηκών εργασίας του Τρίτου Κόσμου. Ιδιαίτερα από το 1977, όταν ο ιδιοκτήτης τους, Dieter Schwartz (σ.σ. σημαίνει μαύρος) αποφάσισε να ονομάσει τη νέα αλυσίδα σούπερ μάκετ χαμηλού κόστους Lidl (από το όνομα ενός συνεργάτη του). Προφανώς γνώριζε ότι αν χρησιμοποιούσε το πατρικό του τα καταστήματα θα γίνονταν γνωστά σαν Schwarz-Markt (μαύρη αγορά).
♦Info
Διαβάστε
Από τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο (εκδόσεις Τόπος)
Ο δημοσιογράφος Γκίντερ Βάλραφ μεταμφιέζεται σε εργάτη για να γνωρίσει από πρώτο χέρι τις συνθήκες εργασίας στους «πυλώνες» του γερμανικού καπιταλισμού, όπως τα Lidl.
info-war.gr