Η ιστορία των προσφύγων της Αναβύσσου του συμπολίτη μας Θ.Δαλάκογλου διδάσκεται πλέον στο Λύκειο
“Η ιστορία των προσφύγων της Αναβύσσου διδάσκεται πλέον στο Λύκειο, όπως φαίνεται στο βιβλίο εκδόσεων Πατάκη ( θέματα νεοελληνικής ιστορίας Γ’ Λυκείου ). Συγκεκριμένα, επιλέχθηκε ένα απόσπασμα από τη μελέτη μου ” Πρόσφυγες στην Ανάβυσσο – ο πρώτος καιρός – οι σχέσεις με τους ντόπιους ” που παρουσιάστηκε στην Η’ Επιστημονική Συνάντηση Νοτιοανατολικής Αττικής”.
Την γνωστοποίηση την έκανε ο ίδιος ο Θ.Δαλάκογλου, με ανάρτησή του, στον προσωπικό του λογαριασμό στο FB ο οποίος επισυνάπτει ολόκληρο το κείμενο της μελέτης του, γράφοντας:
“Η ιστορία των προσφύγων της Αναβύσσου διδάσκεται πλέον στο Λύκειο, όπως φαίνεται στο βιβλίο εκδόσεων Πατάκη ( θέματα νεοελληνικής ιστορίας Γ’ Λυκείου ). Συγκεκριμένα, επιλέχθηκε ένα απόσπασμα από τη μελέτη μου ” Πρόσφυγες στην Ανάβυσσο – ο πρώτος καιρός – οι σχέσεις με τους ντόπιους ” που παρουσιάστηκε στην Η’ Επιστημονική Συνάντηση Νοτιοανατολικής Αττικής.
Επισυνάπτεται ολόκληρο το κείμενο της μελέτης :
Η΄ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΕΡΑΤΕΑ 1997 – ΘΕΟΔΩΡΟΣ Δ. ΔΑΛΑΚΟΓΛΟΥ
“ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΒΥΣΣΟ, Ο ΠΡΩΤΟΣ ΚΑΙΡΟΣ, ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΤΟΠΙΟΥΣ”
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ιστορία που θα σας διηγηθώ ίσως σε πολλούς, ιδίως στους νεώτερους, να φανεί σαν παραμύθι.
Ίσως, να τους φανεί σαν ένα ακόμα επεισόδιο από αυτά τα υπερβολικά και ψεύτικα σήριαλ που βλέπουν στην τηλεόραση.
Όμως δεν είναι.
Αυτή η ιστορία, που ένα μικρό κομμάτι της θα διηγηθούμε σήμερα, είναι πέρα για πέρα αληθινή. Και μάρτυρες μου επικαλούμαι όχι τα χαρτιά με τις υπογραφές και τις σφραγίδες, αλλά τις βαθιές χαρακιές που άφησε πάνω στα πρόσωπα και ακόμα βαθύτερα, στη μνήμη και την καρδιά των πρωταγωνιστών της, που ζουν μέχρι σήμερα, της γιαγιάς Ελένης του μπάρμπα Άνθιμου, του παππού Χρίστου κ.α.
Και για να μην ανησυχήσουν οι επιστήμονες ιστορικοί για το τι ζητά o συναισθηματισμός στην ιστορική καταγραφή, τους βεβαιώνω ότι κάθε μαρτυρία πέρασε μέσα από το λεπτό κόσκινο των επισήμων εγγράφων, των χαρτών, και των ιστορικών στοιχείων, για να επιβεβαιωθεί.
Ξεκινάμε λοιπόν με το λόγο ενός παραμυθά, του Ηλία Βενέζη, που έζησε και αγάπησε τον τόπο μας και έγραψε γι αυτόν το μυθιστόρημα “Γαλήνη”.
μια φορά και έναν καιρό λοιπόν ……
… Η μακρινή λιτανεία ολοένα πλησιάζει. Το σύννεφο η σκόνη μακραίνει πιο πολύ μες την πυκνή ατμόσφαιρα. … Ένα κοπάδι γυναίκες, παιδιά και γέροντες βογκούν δυνατά, κυνηγημένοι από τον ήλιο, από τη στέρηση και από την εξάντληση του δρόμου. Στα πρόσωπα ο ιδρώς ζυμωμένος με τη σκόνη στάζει σα λάσπη. Νέοι άντρες είναι λίγοι. Οι πιο πολλοί του κοπαδιού περπατούν ξυπόλυτοι, κι όλοι σηκώνουν στον ώμο ένα φορτίο, ένα τσουβάλι γεμάτο ή ένα μπόγο…
ΣΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑ
Η Ανάβυσσος είναι από τους λίγους προσφυγικούς οικισμούς που εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από όλες σχεδόν τις περιοχές της Μικρασίας. Από την Αρετσού και τα Μαρμαρονήσια στα βορειοδυτικά μέχρι την Αττάλεια στα νότια και από τα Βουρλά στα δυτικά μέχρι την Καππαδοκία στα κεντρικά και τον Πόντο στα βόρεια.
Θα αναφερθούμε με δυο λόγια σε καθεμιά από τις περιοχές καταγωγής των προσφύγων της Αναβύσσου.
Από την Καππαδοκία ήρθαν 72 οικογένειες. Η Καππαδοκία ( χωριά Ενεχίλ, Προκόπι, Αραβησσός, Νίγδη, Πόρος, Καισαρεία, κ.α.) βρίσκεται στο κέντρο περίπου της Μικρασιατικής χερσονήσου, μακριά από τη θάλασσα. Δέχθηκε πολύ ισχυρή την πίεση των κατακτητών Τούρκων. Και ναι μεν τα σκαμμένα στους βράχους πολλά και περίφημα μοναστήρια της, μπόρεσαν να διατηρήσουν την χριστιανική πίστη, η Ελληνική γλώσσα όμως χάθηκε. Η μεγάλη πλειοψηφία των χριστιανών της Καππαδοκίας μιλούσε μόνο Τούρκικα. Στην περιοχή αυτή μάλιστα εμφανίστηκε το φαινόμενο των Καραμανλίδικων βιβλίων. Ήταν βιβλία, κυρίως με βίους αγίων και ιστορίες από την αρχαία Ελλάδα, που ήταν γραμμένα με τούρκικες λέξεις αλλά με ελληνικούς χαρακτήρες.
Ήταν αγρότες και κτηνοτρόφοι, και δακρύζουν όταν τους ρωτάς αν ήταν καλά τα χώματα στην πατρίδα τους. Όλοι ανεξαιρέτως οι πληροφορητές μου, μου περίγραψαν έναν παράδεισο με πλούσια χώματα και άφθονα νερά.
Έφυγαν και ήρθαν στην Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών τον Αύγουστο του 1924.
Από την Προποντίδα ήρθαν 23 οικογένειες. Προποντίδα ονομάζεται η περιοχή από τον Ελλήσποντο μέχρι τον Βόσπορο (χωριά Αρετσού, Τούζλα, Παντείχι, Βόρι).
Τα Ελληνικά χωριά της Προποντίδας ήταν αμιγή και οι όλοι οι κάτοικοι μιλούσαν Ελληνικά. Πολύ λίγοι ήξεραν σαν δεύτερη γλώσσα τα Τούρκικα. Στα χωριά τους άνθιζε ο Ελληνισμός, με μεγάλα ξακουστά σχολεία και πλούσιες κοινωνικές και πολιτιστικές δραστηριότητες. Αυτοί που ήρθαν ήταν κυρίως αγρότες, περιβολάρηδες. Έφυγαν για ασφάλεια από τα χωριά τους το 1922 μετά την κατάρρευση του μετώπου και πήγαν στα γειτονικά Πριγκιποννήσια ή στην Κωνσταντινούπολη που τότε ήταν υπό συμμαχικό έλεγχο.
Έφυγαν οριστικά από την Μικρασία με την ανταλλαγή των πληθυσμών, τον Νοέμβρη του 1924 και αποβιβάστηκαν στο Λαύριο.
Από την περιοχή της Σμύρνης ήρθαν 19 οικογένειες. Η περιοχή της Σμύρνης (χωριά Βούρλα., Λυθρί) αποτελούσε το κέντρο της Ελληνικής Ιωνίας. Τόπος με πλούσια χώματα αλλά και με σπουδαία εμπορική θέση. Αν η Κωνσταντινούπολη ήταν η πρωτεύουσα, η Σμύρνη ήταν η ψυχή της Μικρασίας. Το εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου. Η ειρωνεία της Ιστορίας ήθελε τους Ίωνες να ξεκινούν από την Αττική χίλια χρόνια πριν το Χριστό σαν άποικοι, για τις ακτές της Μικρασίας, και να ξαναγυρίζουν πίσω στην Αττική, τρεις χιλιάδες χρόνια μετά σαν πρόσφυγες κυνηγημένοι.
Έφυγαν τον Σεπτέμβρη του 1922 διωγμένοι από τις ορδές των Τούρκων, που έκαιαν και κατέστρεφαν τα πάντα στο διάβα τους.
ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ.
α. Καππαδόκες τουρκόφωνοι. Κλασική φιγούρα ανατολίτη, υπομονετικού αλλά και επίμονου, μοιρολάτρη και θυμόσοφου, συντηρητικού, νοικοκύρη, εργατικού, πονηρού, που ήξερε να επιβιώνει κάτω από τις δύσκολες συνθήκες της σκλαβιάς και της προσφυγιάς.
Γι αυτό δεν άργησαν να προσαρμοστούν στις απάνθρωπες συνθήκες των πρώτων χρόνων της εγκατάστασης, ήταν συνηθισμένοι στη σκληρή ζωή.
Δύο ανέκδοτα που έλεγαν οι άλλοι για αυτούς. Όταν πρωτοήρθαν στην Ανάβυσσο, επειδή δεν είχαν ξαναδεί ελαιόδεντρα τα πέρασαν για τζίτζιφα, μάζεψαν λοιπόν ελιές και άρχισαν να τις τρώνε, πανικοβλήθηκαν από την πολύ πίκρα, γιατί νόμισαν ότι έφαγαν δηλητήριο και φοβήθηκαν ότι θα πεθάνουν.
Και το άλλο, στην κατοχή ένα γερμανικό απόσπασμα έψαχνε για αντάρτες στην περιοχή, συνάντησαν ένα γέρο Ενεχιλή και τον ρώτησαν αν έχει “παρτιζάν” το χωριό, εκείνος με νοήματα τους έδειξε ότι είναι γεμάτος ο τόπος, εννοώντας “πατλιτζάν” που είναι οι μελιτζάνες στα τούρκικα. Είδαν και έπαθαν οι άλλοι να πείσουν τους γερμανούς να μην κάψουν το χωριό που ήταν γεμάτο μελιτζάνες.
β. Αρετσιανοί. Με τον αέρα του πρωτευουσιάνου και ας απείχαν 70 χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη. Λαφροαρετσιανούς τους έλεγαν οι άλλοι πρόσφυγες για την ψηλομύτικη ελαφρότητα που αντιμετώπιζαν τα πράγματα. Το ανέκδοτο που κυκλοφορούσε γι αυτούς ήταν ότι απέτρεψαν το πέρασμα του σιδηροδρόμου κοντά από το χωριό τους για να μην τους λερώνουν οι καπνοί του. Οι πρώτοι οικολόγοι!! Ήταν όμως καλοί νοικοκυραίοι και σχολαστικοί έως υπερβολής. Ήταν δουλευταράδες, καλοί γνώστες των αγροτικών εργασιών και γλεντζέδες.
Το σπίτι, το νοικοκυριό και ο τρόπος ζωής τους, ακόμα και του πιο φτωχού, ήταν κατά πολύ ανώτερα από πολλών ντόπιων πλουσιότερων.
γ. Βουρλιώτες, οι μάγκες της εποχής. Εργατικοί και φιλότιμοι, πρώτοι στα γλέντια και στα πανηγύρια αλλά και πρώτοι στον καυγά, στην ανακατωσούρα και στην αθυροστομία. Μάλλον έπαιζε ρόλο ότι πατρίδα τους ήταν οι αρχαίες Κλαζομενές.
Αναφέρω εδώ μερικά ακόμα στοιχεία που βοηθούν να κατανοήσουμε τους χαρακτήρες και την διαπαιδαγώγηση των προσφύγων. Οι Αρετσιανοί το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να οργανωθούν και να εκλέξουν πρόεδρο. Μετά έθεσαν σαν όρο για την εγκατάσταση τους στην Ανάβυσσο, να έρθει παπάς και να φτιαχτεί εκκλησία. Και ακόμα, να πατωθεί με ξύλινο πάτωμα το ένα τουλάχιστον δωμάτιο του σπιτιού που τους παραχώρησαν. Αμέσως μετά ίδρυσαν σχολείο και ποδοσφαιρική ομάδα. Και φυσικά έχουν να λένε για τα ξακουστά γλέντια τους ακόμα και μέσα στη φοβερή φτώχια και δυστυχία του πρώτου καιρού.
Οι σχέσεις πάντως των προσφυγικών ομάδων μεταξύ τους, παρ όλη την κοινή μοίρα και δυστυχία, δεν ήταν από την αρχή ανοιχτές και ανέφελες.
Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να αναμιχθούν οι ομάδες κοινωνικά, πολιτιστικά, συγγενικά. Υπήρχε μια επιφύλαξη των Ελληνόφωνων προς τους τουρκόφωνους πρόσφυγες, και αντίστροφα. Μόνο οι πιο προοδευτικοί από τους Καππαδόκες και οι πιο ανοιχτόμυαλοι πρόσφυγες των παραλίων δημιούργησαν από τα πρώτα χρόνια φιλίες και οικογενειακές σχέσεις.
Ακόμα και η επιλογή των σπιτιών ήταν με κριτήριο τον τόπο καταγωγής. Οι Καππαδόκες εγκαταστάθηκαν στο δυτικό μέρος του οικισμού ενώ οι παράλιοι στο ανατολικό.
Η πολιτική τοποθέτηση όμως όλων συνέπιπτε, τουλάχιστον μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι κάτοικοι της Αναβύσσου ήταν Βενιζελικοί. Μια ματιά στα αποτελέσματα των εκλογών της εποχής, μας πείθει για του λόγου το αληθές. Στις εκλογές του 1932 έχουμε 91,82% στους Βενιζελικούς και 8,18 στους Λαϊκούς .Στις εκλογές του 1933 έχουμε 89,72% στους Βενιζελικούς και 7,48 στους Λαϊκούς. Στις εκλογές του 1936 έχουμε 85,60% στους Βενιζελικούς και 14,40 στους Λαϊκούς.
Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Αυτές λοιπόν οι τρεις διαφορετικές ομάδες προσφύγων εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Αναβύσσου. Όχι όμως όλοι μαζί.
Πρώτοι ήρθαν και έστησαν σκηνές στην παραλία κοντά στις Αλυκές στις αρχές του Χειμώνα του 1924, οι Αρετσιανοί που είχαν αποβιβαστεί λίγες μέρες νωρίτερα στο Λαύριο. Μια μέρα πριν όμως είχαν έρθει στην παραλία οι πρόσφυγες από την Παλαιά Φώκαια της περιοχής της Σμύρνης. Ο Χρίστος Καμπανίδης, που είχε ήδη εκλεγεί Πρόεδρος της ομάδας των Αρετσιανών, λέει σε μια μαρτυρία του, ότι δημιουργήθηκαν βίαια επεισόδια επειδή οι Φωκιανοί δεν ήθελαν τους Αρετσιανούς στο ίδιο μέρος.
Οι Αρετσιανοί, μάζεψαν τις σκηνές και τις μετέφεραν γύρω στο ένα χιλιόμετρο βορειότερα στη θέση που σήμερα είναι το χωριό Ανάβυσσος. Έστησαν τις σκηνές τους γύρω από δύο πεύκα που υπάρχουν μέχρι σήμερα στην νότια είσοδο της Αναβύσσου. Οι πιο πολλοί όμως τρόμαξαν με την αγριάδα του τοπίου και των ανθρώπων και γύρισαν πίσω στο Λαύριο. “Έμειναν μόνο 11 οικογένειες και το πόσο υπέφεραν δεν λέγεται” όπως λέει στην αφήγηση του ο Καμπανίδης.
Άρχισε αμέσως το χτίσιμο του συνοικισμού. Πρώτα χαράχτηκαν δρόμοι πλάτους 10 μέτρων και χωρίστηκαν οικόπεδα 500 τετραγωνικών μέτρων. Μέσα στο κάθε οικόπεδο χτίστηκε ένα σπίτι 32 τμ με δυο δωμάτια. Το ένα για στάβλο-αποθήκη και το άλλο για κατοικία. Τα σπίτια για οικονομία στους μεσότοιχους χτίστηκαν με κοινή πλευρά ανά δύο. Στην οικοδόμηση δούλεψαν οι Αρετσιανοί και έτσι υπήρχε τουλάχιστον κάποιο μεροκάματο, γιατί όπως προείπαμε, τα λίγα καλλιεργήσιμα χωράφια που υπήρχαν, τα είχαν ήδη καταλάβει οι ντόπιοι. Έπρεπε λοιπόν να ανοίξουν καινούργια παλεύοντας με τα πουρνάρια, τα σκίνα και τις πέτρες. Έργο δύσκολο και μακρόχρονο.
Ο ΤΟΠΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΒΥΣΣΟΥ
Ας δούμε όμως εν συντομία την εικόνα που παρουσίαζε η περιοχή της Αναβύσσου την εποχή που ήρθαν οι πρόσφυγες.
Η περιοχή τότε ήταν σχεδόν έρημη. Ένας και μοναδικός αμαξιτός δρόμος που ερχόταν από τα Καλύβια διέσχιζε τον έρημο κάμπο και κατέληγε στις Αλυκές. Ο αρχαίος δρόμος προς το Λαύριο είχε καταντήσει ένα μικρό μονοπάτι. Πυκνή βλάστηση από σκίνα αγριελιές πεύκα, πουρνάρια κέδρα, βάτα κάλυπτε σχεδόν τα πάντα. Οι περιγραφές του άγριου τοπίου από τον Ηλία Βενέζη στην Γαλήνη δεν είναι καθόλου υπερβολικές. Γενικά οι περιγραφές του Βενέζη για τον τόπο και τα γεγονότα παρ όλη την γλαφυρότητα τους, δεν διαφέρουν και πολύ από την πραγματικότητα που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες τα πρώτα χρόνια. (Μια εργασία που ετοιμάζω είναι ο παραλληλισμός των περιγραφών της Γαλήνης με τα πραγματικά γεγονότα και τους τόπους).
Ο Χάρτης του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου που σχεδιάστηκε το 1887 από τον Κάουπερτ, δείχνει μια περιοχή σχεδόν έρημη από ανθρώπινες δραστηριότητες. Τα αρχαία ερείπια είναι ακόμη εμφανή. Σχεδιασμένα με κόκκινο χρώμα στον χάρτη εντυπωσιάζουν με το πλήθος τους. Μια ματιά σε αυτόν τον χάρτη δίνει και στον πιο αδαή την εικόνα της κατοίκησης της περιοχής κατά την αρχαιότητα. Τουλάχιστον επτά μεγάλοι οικισμοί διακρίνονται καθαρά. Ποιοι όμως αρχαίοι δήμοι είναι; Οι αρχαιολόγοι πιθανολογούν ότι υπήρχαν στην περιοχή οι Δήμοι Ανάφλυστος Αιγιλία, Αμφιτροπή, Φρεάρριοι, Θοραί. Δεν έχουν όμως ακόμη ταυτιστεί με σιγουριά.
Στον χάρτη της Γεωγραφικής υπηρεσίας στρατού του 1927 βλέπουμε την εικόνα που παρουσίαζε η περιοχή στο μεταίχμιο, λίγο πριν αρχίσουν να καλλιεργούν τα χωράφια οι πρόσφυγες και οι Καλυβιώτες. Οι μόνες καλλιεργημένες περιοχές ήταν γύρω από τον Άγιο Γιώργη, ένα μικρό τμήμα στο Καταφύγι που καλλιεργούσαν Μαρκοπουλιώτες, γύρω από το λόφο Καπό που καλλιεργούσαν Κερατιώτες, και τέλος γύρω από το λόφο Βαλμά, γύρω από το χωριό Όλυμπος και ένας ελαιώνας γύρω από τον Πύργο του Μελισσουργού που ανήκαν στους τσιφλικάδες. Κατά τους υπολογισμούς μου μόνο ένα 10% της περιοχής ήταν καλλιεργημένο εκείνη την εποχή. Η περιοχή νότια του Βαλμά ανήκε παλιά στη μονή Καισαριανής αλλά μετά την διάλυση της περιήλθε στο Δημόσιο. Κάποιοι Καλυβιώτες, αλλά και από άλλα μέρη, είχαν αγοράσει ή είχαν καταπατήσει μερικά καλλιεργήσιμα χωράφια εκεί. (ο Μαλτέζος στην περιοχή του Άγιου Γιώργη, ο Γκλιάτης και ο Μπότσης λίγο βορειότερα, κ.α.).
Κατά μήκος του αμαξιτού δρόμου και στο ύψος του σημερινού χωριού της Αναβύσσου, υπήρχαν αποθήκες πατητήρια και σπιτάκια που τα χρησιμοποιούσαν οι Καλυβιώτες που είχαν χωράφια και αμπέλια, και οι φύλακες των κτημάτων. Μερικά από αυτά τα κτίσματα υπάρχουν μέχρι σήμερα.
Στην περιοχή υπήρχαν κοινόχρηστα αρχαία πηγάδια σε στρατηγικά σημεία, (σταυροδρόμια κ.λ.π.), που τα συντηρούσαν οι νομάδες βοσκοί Βλάχικης καταγωγής που ξεχειμώνιαζαν στην Ανάβυσσο. Στο μέρος που εγκαταστάθηκαν οι Αρετσιανοί υπήρχαν τρία ιδιωτικά πηγάδια που ανήκαν σε αρβανίτες που είχαν υποστατικά και πατητήρια εκεί.
Το μόνο μέρος που συγκέντρωνε κάποια οικονομική δραστηριότητα εκτός από τα λίγα χωράφια, ήταν οι Αλυκές, οι οποίες λειτουργούσαν και επί τουρκοκρατίας σαν φυσικές αλυκές όπως αναφέρει ο Τούρκος περιηγητής Πίρι Ρέις το 1520, και αργότερα και ο Εβλιά Τσελεμπή το 1667
Εδώ θα πρέπει να αναφέρω ότι παρ όλο που πολύ μικρό μέρος της περιοχής ήταν καλλιεργημένο, και ήταν αυτό που είχαν αγοράσει οι τσιφλικάδες από τους Τούρκους και αναφέρεται στο χοτζέτι, δηλαδή περίπου 2.000 στρέμματα, αυτοί κατόρθωσαν, πολύ πρόσφατα με αποφάσεις του Αρείου Πάγου, να ιδιοποιηθούν περίπου 52.000 στρέμματα Αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη και πονεμένη ιστορία που την είπαμε στην προηγούμενη έβδομη συνάντηση και τώρα που θα βγουν τα πρακτικά θα την διαβάσετε όσοι δεν την ακούσατε.
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΤΟΠΙΟΥΣ
Ήρθε όμως η ώρα να δούμε τις σχέσεις των προσφύγων με τους ντόπιους κατοίκους των γύρω χωριών και τους νομάδες βλάχους. Οι πρόσφυγες γενικά ήταν ανεκτικοί απέναντι σε ανθρώπους άλλων εθνικοτήτων, θρησκειών και πολιτισμών, γιατί ζούσαν στο κοσμοπολίτικο περιβάλλον της Μικρασίας, όπου συνυπήρχαν πολλά και διάφορα έθνη και πολιτισμοί.
Οι ντόπιοι όμως, έχοντας δημιουργήσει αυστηρά κλειστές κοινωνίες, έβλεπαν με μεγάλη επιφύλαξη, αν όχι με εχθρότητα, τους νεοφερμένους. Περνώντας τα χρόνια, τα πιο προοδευτικά στοιχεία και από τις δύο μεριές άρχισαν να δημιουργούν σχέσεις, φιλίες, κουμπαριές, συμπεθεριά.
Οι ντόπιοι δεν παντρευόταν προσφυγοπούλες. Τις θεωρούσαν πολύ χειραφετημένες για τη δική τους νοοτροπία. Έδιναν όμως τις κόρες τους σε πρόσφυγες, πιθανόν γιατί θεωρούσαν τα κορίτσια βάρος στην οικογένεια και σίγουρα όχι συνεχιστές της γενιάς. Μέχρι τον πόλεμο είχαν γίνει 10 γάμοι προσφύγων με ντόπιες.
Το σίγουρο είναι ότι υπήρξε μεγάλη ένταση σε αυτές τις σχέσεις, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια. Ένταση που ακόμη και σήμερα την βλέπεις στην έκφραση και τα λόγια των γέρων πια πρωταγωνιστών. Πρέπει να πόνεσαν βαθιά αυτές οι τυραννισμένες ψυχές, από την απονιά και την σκληρή συμπεριφορά μερικών από τους ντόπιους.
Δεν είχαν ακόμη συνέλθει από το τεράστιο σοκ του ξεριζωμού, τα αγαπημένα πρόσωπα που έμειναν για πάντα πίσω φτερούγιζαν ακόμα στα μάτια τους, και στη νέα πατρίδα που έρχονται να ζήσουν κάποιος τους κλείνει το πηγάδι που πίνουν νερό. Πραγματικά ανατριχιάζεις ακούγοντας την ενενηντάχρονη γριούλα να διηγείται σήμερα στα τούρκικα, πώς κάποιοι τους έκλεισαν τα πηγάδια για να τους αναγκάσουν να φύγουν. Πώς κάποιοι ρίχτηκαν μέρα νύχτα στα γόνιμα χωράφια του κάμπου να φυτέψουν αμπέλια για να μην τα πάρουν οι πρόσφυγες.
Αλλά ας τα πάρουμε με την σειρά.
Οι σχέσεις των προσφύγων με του βλάχους πέρασαν σχέσεις όξυνσης μέχρι να ισορροπήσουν. Οι βοσκοί, όπως ήταν φυσικό, φοβήθηκαν και θύμωσαν βλέποντας ξένους να εγκαθίστανται στα βοσκοτόπια τους. Άρχισαν οι καυγάδες. Τα πρόβατα κατέστρεφαν τις καλλιέργειες, οι καλλιέργειες κατέστρεφαν τα βοσκοτόπια.
Μια αδιάκοπη φαγωμάρα που όμως δεν έπαιρνε μεγάλες διαστάσεις. Πέρα από μερικές απειλές και κανένα μικροκαβγά των πιο θερμόαιμων.
Οι βοσκοί ήταν και αυτοί φτωχοί τυραννισμένοι και ταλαίπωροι. Ήταν και αυτοί στο περιθώριο της κοινωνίας και δεν μπορούσαν να επιβληθούν με πολιτικά και άλλα μέσα. Ήθελαν να διώξουν τους πρόσφυγες, όμως δεν ήταν η απληστία που τους οδηγούσε αλλά η απελπισία.
Ο Βενέζης τους αδικεί, κατά την γνώμη μου, που τους φορτώνει την πλημμύρα της Αναβύσσου. Η πλημμύρα πράγματι έγινε αλλά δεν την προκάλεσαν οι βλάχοι ούτε και κανένας άλλος.
Η περίπτωση όμως των ντόπιων από τα γύρω χωριά (Καλύβια, Μαρκόπουλο, Κερατέα) ήταν διαφορετική.
Και πριν ξεκινήσω θέλω να πω στους φίλους και συμπατριώτες από τα γειτονικά χωριά που είναι σήμερα εδώ, πως για εμάς τους νεώτερους αυτό το θέμα έχει κλείσει. Εμείς μεγαλώσαμε μαζί, καθίσαμε στα ίδια θρανία, δουλέψαμε πλάι-πλάι, συμπεθεριάσαμε και κουμπαριάσαμε. Από κανέναν της γενιάς μου και νεώτερο δεν άκουσα τις λέξεις τούρκος, πρόσφυγας ή αρβανίτης προσβλητικά.
Δεν πρέπει όμως να ξεχαστεί η ιστορία μας, ούτε και να προσπαθήσουμε να την εξωραΐσουμε, όσο δυσάρεστη και αν μας φαίνεται. Γιατί όποιος λαός ξεχνάει τα πάθη και τα λάθη του είναι καταδικασμένος να τα ξαναϋποστεί.
Ας αναλογιστούμε λίγο όλοι μας, την συμπεριφορά μας προς τους σημερινούς Έλληνες πρόσφυγες, βορειοηπειρώτες και πόντιους και θα καταλάβετε τι εννοώ.
Ο Καλυβιώτης Γιώργος Σταματίου στην ανακοίνωση του στη Β Επιστημονική Συνάντηση το 1985, αναφερόμενος στην περιγραφή της συμπεριφοράς των καλυβιωτών στην Γαλήνη του Βενέζη αναφέρει. “…Κρίσεις σαν κι αυτές … που αναφέρονται στην κοινωνική συμπεριφορά των πατέρων μας, μας ωθούν να κοιτάξουμε βαθιά μέσα μας και να δούμε αφτιασίδωτο το αληθινό μας πρόσωπο …”
Όμως για να αποδώσουμε το δίκιο, δεν είναι όλοι οι ντόπιοι, ούτε καν οι περισσότεροι, που ήρθαν σε σύγκρουση με τους πρόσφυγες. Δεν είναι οι φτωχοί και απόκληροι χωριάτες που φέρθηκαν εχθρικά και απάνθρωπα. Αυτοί είχαν την ίδια φτώχεια και εξαθλίωση και καταλάβαιναν τον πόνο των προσφύγων. “..Τα συμφέροντα τους όχι μόνο δεν συγκρούονταν με εκείνα των προσφύγων αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις ταυτίζονται. Γι αυτό το λόγο διατηρούν ανάλογα, ουδέτερες ή φιλικές σχέσεις μαζί τους, ποτέ όμως εχθρικές.” συνεχίζει ο Γιώργος Σταματίου στην ίδια εργασία του.
Εκείνοι που φέρθηκαν από περιφρονητικά έως εχθρικά στους πρόσφυγες ήταν οι μεγαλοκτηματίες, “… οι ευτραφείς ούτοι επαγγελματίαι, οι έχοντες αστικήν ιδιοκτησίαν, οι έχοντες πλούτον, οι έχοντες κλήρον παρά το χωρίον τους … ” όπως χαρακτηριστικά λένε στην ένσταση τους στις 21 Φλεβάρη του 1929, προς τον πρόεδρο της Επιτροπής απαλλοτριώσεων, οι πρόσφυγες της Αναβύσσου.
Αλλά με τον χειρότερο τρόπο φερόταν στους δυστυχείς και πεινασμένους πρόσφυγες και οι φύλακες των κτημάτων.
Μου έχουν διηγηθεί προσβολές, βρισιές, ξύλο και απειλές, από τους φύλακες των χωραφιών επειδή κάποιος πεινασμένος πρόσφυγας έκοψε ένα τσαμπί σταφύλι. Η εχθρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκαν οι πρόσφυγες είναι αναμφισβήτητη και την αναφέρουν όλοι οι μελετητές που ασχολούνται με εκείνη την εποχή. Και βεβαίως προβάλλει πολύ γλαφυρά μέσα από τις σελίδες της Γαλήνης του Βενέζη.
Επειδή όπως αναφέρθηκα στην αρχή, παρ όλο τον ανεπίτρεπτο για ιστορική αναδίφηση συναισθηματισμό, τίποτε από όσα αναφέρω δεν είναι ατεκμηρίωτο, θα ασχοληθώ εν ολίγοις με δύο επίσημα τεκμηριωμένες περιπτώσεις σκληρής και άδικης συμπεριφοράς προς τους πρόσφυγες.
Η πρώτη αφορά την υπόθεση του καθορισμού των ορίων μεταξύ της νεοσύστατης τότε Κοινότητας Αναβύσσου και της Κοινότητας Καλυβίων. Τα διοικητικά όρια μεταξύ των δύο Κοινοτήτων καθορίστηκαν με την αρ. 357 απόφαση της επιτροπής καθορισμού ορίων, το 1931.
Αρκεί να αναφέρω ότι με αυτή την απόφαση τα όρια του δήμου Καλυβίων έφταναν σε απόσταση μισού χιλιομέτρου από τον Οικισμό της Αναβύσσου, ενώ απείχαν περισσότερο από δεκαπέντε χιλιόμετρα από τα Καλύβια. Σήμερα δε, φτάνουν μέχρι τον Άγιο Παντελεήμονα, σε απόσταση ενάμισι χιλιομέτρου από το κέντρο του οικισμού της Αναβύσσου.
Αποτέλεσμα αυτής της πολύ άδικης μοιρασιάς των ορίων, ήταν εκτός των άλλων, να χάσουν οι Αναβυσσιώτες πρόσφυγες οκτακόσια στρέμματα στην περιοχή του Ολύμπου, που είχαν απαλλοτριωθεί από το τσιφλίκι για την αγροτική τους αποκατάσταση.
Χαρακτηρηστικό του κλίματος της εποχής είναι το ότι, ο τότε πρόεδρος των Καλυβίων Δημήτριος Π. Βασιλείου, είχε ζητήσει να φτάσουν τα όρια των Καλυβίων μέχρι τα σπίτια του χωριού της Αναβύσσου. Το παρακάτω απόσπασμα από αυτή την απόφαση είναι χαρακτηριστικό/ “ … ως προς δε την υπό του προέδρου της Κοινότητας των Καλυβίων διατυπωθείσαν γραμμήν διαφωνεί διότι … διέρχεται εγγύτατα των οικιών της Κοινότητας Αναβύσσου και εις απόστασην 2-3 μέτρων, αποστερούσα την Κοινότητα ταύτην ολοκλήρου της αμπελοφύτου πεδιάδος …”
Η δεύτερη περίπτωση, αφορά την υπόθεση της παραχώρησης από το δημόσιο στους πρόσφυγες, τμήματος της περιοχής της Βόντα, (Βόντα ονομάζεται το κεντρικό και πιο έφορο τμήμα του κάμπου της Αναβύσσου).
Όλοι ανεξαιρέτως οι πληροφορητές μου, όταν τους έκανα την ερώτηση, ποιες ήταν οι σχέσεις τους με τους ντόπιους, η πρώτη τους κουβέντα ήταν η Βόντα και οι απειλές και φασαρίες των ντόπιων για να την πάρουν. Πέρα όμως από τις προφορικές και αμφισβητούμενης ίσως εγκυρότητας μαρτυρίες, σε αυτή την περίπτωση έχουμε τις επίσημες αποφάσεις και τα επίσημα έγγραφα.
Η ιστορία έχει ως εξής. Η κυβέρνηση το 1920, νοίκιασε για τρία χρόνια την έκταση της περιοχή του κάμπου της Αναβύσσου στους καλλιεργητές των Καλυβίων. Όμως τα γεγονότα την πρόλαβαν. Η μικρασιάτικη καταστροφή και ο ερχομός των προσφύγων καθιστά ζωτικής σημασίας την άμεση αποκατάσταση τους. Απαλλοτριώνεται όλη η ευρύτερη περιοχή της Αναβύσσου ακόμη και οι ιδιωτικές εκτάσεις και αποφασίζεται να παραχωρηθεί στους πρόσφυγες. Το πρόβλημα ήταν ότι όλη η υπόλοιπη περιοχή ήταν άγονη και μόνο το κομμάτι που είχαν υποσχεθεί στους ντόπιους ήταν γόνιμο και θα μπορούσε να προσφέρει στοιχειωδώς τροφή στους πρόσφυγες. Αποφάσισε λοιπόν το κράτος τη λύση του Σολομώντα. Από τα 2.300 στρέμματα του κάμπου έδωσε τα 867 στρέμματα στους 300 πρόσφυγες και τα υπόλοιπα 1433 στρέμματα στους 149 Καλυβιώτες.
Άδικη βέβαια μοιρασιά για τους πρόσφυγες, αλλά τουλάχιστον θα είχαν ένα μικρό γόνιμο κομμάτι γης να θρέψουν τα παιδιά τους μέχρι να ορθοποδήσουν. Τότε ξέσπασε η οργή των ντόπιων, με απειλές και τρομοκρατία που με την παραμικρή αφορμή έφτανε και σε χειροδικίες. Μέρα νύχτα οι Καλυβιώτες φύτευαν αμπέλια στον κάμπο για να κατοχυρώσουν όλη τη γη στο μερίδιο τους. Ευτυχώς για τους πρόσφυγες δεν τα κατάφεραν, όμως η οργή έκανε χρόνια να καταλαγιάσει.
Συγκέντρωνα στοιχεία για την υπόθεση, όταν ο προλαλήσας συμπατριώτης μου Φωκιανός Μανόλης Τσαλικίδης, ανακάλυψε στα υπόγεια της Κοινότητας Παλαιάς Φώκαιας το αρχείο της προσφυγικής τους ομάδας. Μέσα στα έγγραφα του αρχείου υπήρχε και μια κοινή αναφορά των προσφύγων Αναβύσσου και Φώκαιας προς τον πρόεδρο της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων, για το θέμα της Βόντα. Μια αναφορά, που έξω από τα γνωστά τυπικά νομικά επιχειρήματα, περιέχει μια κραυγή αγωνίας των προσφύγων για την τύχη τους. Μου θύμισε τους “Αθλίους” του Ουγκώ που είχα διαβάσει στην καθαρεύουσα σε μια προπολεμική μετάφραση.
Αναφέρω ένα απόσπασμα από αυτό το έγγραφο επειδή πιστεύω, όσο και αν φανεί σε μερικούς ουτοπικό και συναισθηματικό, ότι η ιστορία έχει αξία να την μελετήσουμε και μέσα από τις ψυχές, τον πόνο και τα πάθη των ανθρώπων που την δημιούργησαν.
Αναφέρει λοιπόν το έγγραφο “… ότι έναντι των ουτωσί περιγραφέντων ακτημόνων Καλυβίων ιστάμεθα αγωνιώντες και αναμένοντες δικαιοσύνην ημείς οι περίοικοι αλλ εγκατεστημένοι εντός του κτήματος, ημείς οι στερούμενοι πάντες ιδιοκτησίας, ημείς οι γυμνητεύοντες, οι ποτίσαντες τα ολίγα πλέθρα γης τα οποία μας εδόθησαν με τα δάκρυα των οικογενειών και των τέκνων μας, ημείς οι μη έχοντες που την κεφαλήν κλίναι.
Εκείνοι είναι εγκατεστημένοι εις τας εστίας των ευτυχείς και πλούσιοι από χιλιάδων ετών, έχουσι οικίας, έχουσι οικόπεδα, έχουσι ελαιώνας, έχουσι τα πάντα και μη αρκούμενοι εις ταύτα υπερπηδώσι τεραστίας εκτάσεις δια να έλθωσι μετά τετραώρου πορείας προ των πενιχρών προσφυγικών οικίσκων μας και να νέμονται τας γαίας, αι οποίαι απηλλοτριώθησαν δια την αποκατάστασιν ημών, ημείς δε ερριμένοι επί των βράχων και των ακρωρειών ασφυκτιώντες δια την έλλειψιν γης, πενόμενοι αναμένομεν ήδη από πενταετίας την επανόρθωσιν της φρικτής αυτής τραγωδίας, τον τερματισμόν του μαρτυρίου τούτου του Ταντάλου …”
Με αυτή τη κραυγή αγωνίας θα τελειώσω την ομιλία μου.
Η ιστορία για εμάς τους Έλληνες δεν είναι μια ψυχρή περιγραφή γεγονότων. Είναι βίωμα.
Καληνύχτα σας”