Η απορία είναι εύλογη: γιατί το σύστημα γύρω από την κυβέρνηση δεν προσπαθεί να κρατήσει όσο γίνεται μεγαλύτερη απόσταση από τον Λιγνάδη; Έχει κάτι να κερδίσει απ’ όλο αυτό; Είναι δυνατόν να μην συνειδητοποιούν πόσο κακό τους κάνει;
Εντάξει, αλήθεια είναι, ότι από το 2010 και μετά, με την επίσημη είσοδο στην μνημονιακή Ελλάδα (ή ίσως και λίγο πιο πριν, από τον Δεκέμβρη του 2008 και μετά), χωριστήκαμε σε δύο στρατόπεδα και έκτοτε άρχισε να γίνεται σαφές ότι μέσος χώρος δεν υπάρχει (τι ειρωνεία, όταν προερχόμαστε από την μακρά εποχή Σημίτη – Καραμανλή – Λούλη, με την ιδεολογική ηγεμονία του «μεσαίου χώρου») και ότι σε κάθε, μα κάθε, μικρότερο ή μεγαλύτερο ζήτημα που προέκυπτε, ήταν τέτοια η πόλωση, που έπρεπε να πάρεις την θέση του ενός ή του άλλου στρατοπέδου. Άντε όμως αυτό να εξηγήσει τις πλάτες στον Λιγνάδη μέχρι να ασκηθούν οι ποινικές διώξεις.
Να δεχτεί δηλαδή κανείς ότι η κυβέρνηση και η Μενδώνη είχαν κάθε λόγο να μην έρθουν στο φως οι καταγγελίες, γιατί αν έρχονταν στο φως θα υπήρχε πολιτικό κόστος λόγω του διορισμού του στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου.
Να δεχτεί καταχρηστικά επίσης κανείς ότι ο Μητσοτάκης δεν ήθελε να παραιτήσει την Μενδώνη, για να μη θεωρηθεί ότι ηττήθηκε κι έχασε μια υπουργό του που φέρει πολιτική ευθύνη.
Τώρα όμως; Όταν το αρχικό πολιτικό κόστος εισπράχθηκε τον χειμώνα του 2021, μπορεί να βρει κανείς τι συμφέρον έχει η κυβέρνηση να εισπράττει νέο το καλοκαίρι του 2022; Είναι ζήτημα μιας τύφλωσης που θεωρεί ότι αφού το άλλο στρατόπεδο φωνάζει για την ιστορία Λιγνάδη, εμείς θα εξακολουθήσουμε να τον θεωρούμε δικό μας, ό,τι κι αν έχει κάνει; Είναι ζήτημα όχι μιας τύφλωσης, αλλά μιας ματιάς που βλέπει πάρα πολύ καθαρά, αλλά και με έναν τρόπο με τον οποίο είναι εξαιρετικά σοκαριστικό να δεχτεί κανείς ότι βλέπει, ακόμα κι αν βρίσκεται στην καρδιά του άλλου στρατοπέδου, ακόμα κι αν καταλογίζει στο απέναντι ιδεολογικό στρατόπεδο τα μύρια όσα; Δεν ξέρω, δεν θέλω να το παραδεχτώ.
Γιατί αν το παραδεχτώ, είναι σαν η υπόθεση Λιγνάδη να απελευθερώνει συνειδητά ή μη, σε πολιτικούς και δημοσιολόγους της από εκεί πλευράς, ένστικτα και ιδεολογίες που έρχονται απευθείας απ’ το «Σαλό» του Παζολίνι: τέσσερις τοπικοί άρχοντες, τέσσερις μεσήλικοι άνδρες, ο Πρόεδρος, ο Δούκας, ο Δικαστής και ο Επίσκοπος, τέσσερις μεσήλικες γυναίκες επιφορτισμένες να λένε σκανδαλιστικές ιστορίες και να παίζουν μουσική, λίγοι ένοπλοι φρουροί, λίγοι υπηρέτες και εννιά αγόρια κι εννιά κορίτσια στην εφηβεία τους που έχουν απαχθεί.
Στο «Σαλό» ο Παζολίνι έστησε μια συνθήκη απόλυτου εξουσιασμού, μια συνθήκη απανθρωποποίησης, μια συνθήκη αμοιβαίας αποκτήνωσης εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων, μια συνθήκη δημιουργίας τεράτων. Τα αγόρια και τα κορίτσια που έχουν παρθεί αιχμάλωτα δεν βρίσκονται εκεί για να ικανοποιήσουν σεξουαλικές ορέξεις των τεσσάρων ανδρών. Για να διαβασετε ολοκληρο το κειμενο πατηστε ΕΔΩ