Οδυσσέα Ελύτη, «Το Άξιον εστί» (απόσπασμα)
ΙΑ΄
Όπου, φωνάζω, και να βρίσκεστε, αδελφοί
όπου και να πατεί το πόδι σας
ανοίξετε μια βρύση
τη δική σας βρύση του Μαυρογένη.
Καλό το νερό
και πέτρινο το χέρι του μεσημεριού
που κρατεί τον ήλιο στην ανοιχτή παλάμη του.
Δροσερός ο κρουνός θ’ αγαλλιάσω.
Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα
μεγαλόφωνα το νου μου ν’ απαγγείλει
ευανάγνωστα να γίνουν τα σωθικά μου.
Δεν μπορώ
η αγχόνη τα δέντρα μου εξουθένωσε
και τα μάτια μαυρίζουν.
Δεν αντέχω
και τα σταυροδρόμια που ήξερα έγιναν αδιέξοδα.
Σελδζούκοι ροπαλοφόροι καραδοκούν.
Χαγάνοι ορνεοκέφαλοι βυσσοδομούν.
Σκυλοκοίτες και νεκρόσιτοι κι ερεβομανείς
κοπροκρατούν το μέλλον.
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί
όπου και να θολώνει ο νους σας
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα
θ’ αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου
με το λίγο βάμμα του γλαυκού στα χείλη.
Καλό το νερό
και πέτρινο το χέρι του μεσημεριού
που κρατεί τον ήλιο στην ανοιχτή παλάμη του.
Όπου και να πατεί το πόδι σας, φωνάζω
ανοίξετε, αδελφοί
μια βρύση ανοίξετε
τη δική σας βρύση του Μαυρογένη!
[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 156-157]