Δήμητρα Αθανασοπούλου
Τα τελευταία δύο χρόνια, μετά την έναρξη της πανδημίας, εκατομμύρια άνθρωποι από τις ΗΠΑ μέχρι την Ιαπωνία και την Κίνα άρχισαν να επανεξετάζουν την εργασιακή τους πραγματικότητα και να αναθεωρούν σχετικά με το πόσο διατεθειμένοι είναι να εργάζονται με εξοντωτικούς ρυθμούς. Η τάση είχε όνομα: Μεγάλη Παραίτηση (Big Quit)
Τις τελευταίες εβδομάδες στο TikTok έχει γίνει viral μια φράση: Σιωπηρή Παραίτηση ή αλλιώς «το να μην παίρνετε τη δουλειά σας πολύ στα σοβαρά». Η φράση έχει γίνει «viral» στοTikTok, καθώς κυρίως νέοι εργαζόμενοι απορρίπτουν την ιδέα να επενδύσουν ψυχικά στην καριέρα τους και να την εξελίξουν, χαρακτηρίζοντας τη «θέση» τους ως μια νέα μορφή «παραίτησης». Στην πραγματικότητα συμπεριφέρονται σαν ν’ απορρίπτουν την κεντρικότητα της εργασίας στο κοινωνικό γίγνεσθαι που επέβαλαν οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες.
Στις αρχές του καλοκαιριού στη χώρα μας χιλιάδες θέσεις εργασίας στον τουριστικό κλάδο έμειναν κενές, φαινόμενο ασυνήθιστο για την Ελλάδα. Ισως για πρώτη φορά νέοι και νέες αρνήθηκαν να εργαστούν σε έναν κλάδο με ωράρια εξαντλητικά και εργοδοτικές αυθαιρεσίες. Η Μεγάλη Παραίτηση σημαίνει δυσφορία στον χώρο εργασίας, διαμαρτυρία για τη μη δυνατότητα εξασφάλισης κατακτημένων δικαιωμάτων και μια προσπάθεια διάσωσης… της ψυχικής ηρεμίας. Βάσει μιας έρευνας της Mind Share Partners, τα δύο τρίτα των millennials που άφησαν τη δουλειά τους το 2021 ανέφεραν λόγους ψυχικής υγείας.
Περίπου στα μέσα του 20ού αιώνα, λίγο πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ένα άρθρο δημοσιεύτηκε στο International Journal for Psychoanalysis από Αμερικανούς ψυχαναλυτές που ερμήνευαν τις ψυχαναλυτικές ρίζες της ανεργίας: κάποιος είναι άνεργος εξαιτίας μιας ασυνείδητης επιθυμίας να είναι άνεργος. Το άρθρο, προσκολλημένο στη λογική του καπιταλισμού, προσπαθούσε να εξηγήσει το γεγονός πως υπήρχαν 15 εκατομμύρια άνεργοι στις Ηνωμένες Πολιτείες, δίχως να δινόταν σημασία στην κοινωνικοπολιτική διάσταση της ανεργίας. Πλέον ολοένα και περισσότεροι ψυχαναλυτές παύουν να συντάσσονται με τις επιθυμίες της πλειονότητας και στηρίζουν την ελευθερία της βούλησης ως βασικής παραμέτρου της ευτυχίας, ακόμα και αν πάει κόντρα στο κυρίαρχο μοντέλο ζωής και στην απλουστευτική άποψη περί της «καλής ζωής» που πρεσβεύει η βιομηχανία της ευτυχίας. Διότι το πεδίο της κατανάλωσης επεκτείνεται και στον εσωτερικό μας κόσμο μετατρέποντας ακόμα και τα συναισθήματα σε κοινά εμπορεύματα, όπως έχουν επισημάνει οι κοινωνικοί επιστήμονες Edgar Cabanas / Eva Illouz στην «Ευτυχιοκρατία».
Είναι αναγκαία συνεπώς η υιοθέτηση μιας νέας εργασιακής κουλτούρας και ενός νέου θεσμικού πλαισίου που θα προτάσσει τον άνθρωπο ως υποκείμενο ενσυνείδητο, ικανό να σκεφτεί αυτόνομα και συχνά ενάντια στην καθεστηκυία τάξη. Ιδίως αν θυμηθούμε πως πριν από δέκα χρόνια το κύμα αυτοκτονιών στη France Telecom έφερε τη γαλλική κοινωνία αντιμέτωπη με το φαινόμενο του mobbing, της περίφημης «τρομοκρατίας στην εργασία». Τότε η διέξοδος για κάποιους ήταν η αυτοκτονία. Τώρα μοιάζει να είναι είτε η έξοδος από την εργασία, είτε η παραμονή δίχως πραγματική ενασχόληση. Ισως γιατί η πανδημία, η οποία συνοδεύτηκε από τον ψηφιακό μετασχηματισμό και κατ’ επέκταση το αίσθημα της διαρκούς ψηφιακής επιτήρησης και παράλληλα της εργασιακής επισφάλειας, λειτούργησε σαν μεγεθυντικός φακός για την ήδη υπάρχουσα επισφάλεια και πίεση.
Στην Κίνα το κοινωνικό κίνημα διαμαρτυρίας Lying Flat ή αλλιώς Tang ping ανέδειξε ένα άλλο πρόσωπο των νεαρών Κινέζων, που επιλέγουν να «ξαπλώσουν» αντί να συνεχίσουν το εξαντλητικό πρόγραμμα εργασίας χωρίς να καρπώνονται τα οφέλη. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί νωρίτερα στην Ιαπωνία, όταν οι Ιάπωνες ζήτησαν μια κοινωνία χαμηλότερης πίεσης και μεγαλύτερης προσωπικής ανάπτυξης. Η εμφάνιση των Freeters -δηλαδή των «Ελευθερωτών»-, που απέρριπταν την κουλτούρα εργασίας και τα 15ωρα στη δουλειά, κυριάρχησε στην Ιαπωνία όπως τη δεκαετία του ‘60 στις ΗΠΑ και σε κάποιες χώρες της δυτικής Ευρώπης. Το 2010 οι Freeters μετεξελίχθηκαν στη «γενιά satori» και εγκατέλειψαν τα υλικά αγαθά υιοθετώντας τις αρχές του βουδισμού.
Τα παραπάνω αποδεικνύουν πως οι εργασιακές πραγματικότητες αλλάζουν μέσα στον χώρο και στον χρόνο δημιουργώντας αδιάκοπα «νέες φυλές εργαζομένων». Οπως αλλάζει και η μορφή και η δομή των κοινωνικών σχέσεων που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της παραγωγής. Οι μετασχηματισμοί της εργασίας στην ψηφιακή εποχή οδήγησαν αναπόδραστα στην αμφισβήτηση των ορίων της εργασίας. Ποιες δραστηριότητες παράγουν αξία για τις ψηφιακές εταιρείες, αλλά εκλαμβάνονται από αυτές ως ελεύθερος χρόνος; Τι απομένει από τον οικουμενικό ορισμό της εργασίας του Μαρξ;
Η έννοια του playbor, η οποία χρησιμοποιείται για δραστηριότητες που θεωρούνται ψυχαγωγικές ενώ παράλληλα βρίσκονται στο επίκεντρο του οικονομικού μοντέλου των ψηφιακών εταιρειών, δείχνει να είναι μια απάντηση για τις σύγχρονες μορφές εργασίας που εγκλωβίζουν τα μετανεωτερικά υποκείμενα σε μια νέα απόλαυση, μια απόλαυση με στοιχεία οικειοθελούς εγκλωβισμού. Ισως γι’ αυτό μετά την πρώτη αφύπνιση και τη συνειδητοποίηση αυτού του δίχως πραγματικά οφέλη εγκλωβισμού, ένα τεράστιο ποσοστό ανθρώπων εγκαταλείπουν τη δουλειά τους στη μετανεωτερική Δύση. Και αυτό, όπως επισημαίνει ο Granger της Qualtrics, δεν μπορεί παρά να είναι σημάδι μιας δομικής ψυχολογικής αλλαγής.