Νόρα Ράλλη
Ο Γαλλοελβετός κινηματογραφιστής και διανοητής, που ταυτίστηκε με τον αριστερισμό, τις μεγάλες κοινωνικοπολιτικές διεκδικήσεις του ’60 και βέβαια το αντισυμβατικό πνεύμα και σινεμά της Νουβέλ Βαγκ, κόντρα σε κάθε είδους σύμβαση, επέλεξε να φύγει με ευθανασία, λίγους μήνες πριν από τα 92α γενέθλιά του.
«Φάγαμε πολύ Γκοντάρ στη μάπα για να γίνουμε άνθρωποι!» ακούγεται σε ελληνικό σίριαλ της δεκαετίας του ’90 («Οι Τρεις Χάριτες»). Η φράση αυτή μπορεί να βγάζει γέλιο, ωστόσο ενσωματώνει μία μεγάλη αλήθεια: βλέποντας Γκοντάρ, εξανθρωπίζεσαι.
Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ δεν είναι πια μαζί μας. Εφυγε από τη ζωή χθες, Τρίτη και δεκατρείς, με υποβοηθούμενη ευθανασία, στα 91 του χρόνια, λίγους μήνες πριν από τα 92α γενέθλιά του. Η είδηση έγινε γνωστή από την εφημερίδα Libération χθες το πρωί. «Ο Γκοντάρ κατέφυγε σε νόμιμη υποβοηθούμενη ευθανασία στην Ελβετία λόγω πολλαπλών παθολογικών καταστάσεων που προκαλούν αναπηρία, σύμφωνα με τους όρους της ιατρικής γνωμάτευσης», εξήγησε ο Πατρίκ Ζανερέτ, δικηγόρος της οικογένειας, επιβεβαιώνοντας τη γαλλική εφημερίδα, η οποία είχε μεταφέρει τα λόγια ατόμου κοντά στην οικογένεια του σκηνοθέτη: «Δεν ήταν άρρωστος, ήταν απλώς εξαντλημένος. Πήρε λοιπόν την απόφαση να τελειώνει. Ηταν δική του απόφαση και ήταν σημαντικό γι’ αυτόν να γίνει γνωστό». Η αλήθεια είναι πως ο ίδιος ο σκηνοθέτης το 2014, έπειτα από σχετική ερώτηση δημοσιογράφου στο Φεστιβάλ των Κανών, είχε απαντήσει πως είναι θετικός απέναντι στο ενδεχόμενο υποβοηθούμενης ευθανασίας, καθώς είναι ένας «θάνατος κατ’ επιλογή, αλλά ακόμη πολύ δύσκολος».
AP PHOTO
Οπως όλα στη ζωή του, ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ επέλεξε και τον τρόπο του φευγιού του. Το βέβαιο είναι πως μαζί μας πια δεν είναι. Οχι στον φυσικό κόσμο, τον εδώ, έστω. Είναι κάπου αλλού, σε έναν κόσμο ασπρόμαυρο ή πολύχρωμο, φτιαγμένο από φιλμ ή ψηφιακά μέσα ή από κάτι άλλο, υπερβατικό ή και από τίποτα. Σε μας πάντως άφησε μία ζωή γεμάτη καρέ όλων των ειδών. Μια ζωή γεμάτη ταινίες πρωτοποριακές, βιωμένες, μεστωμένες από μηνύματα και σκέψεις ριζοσπαστικές, εκτός στερεοτυπικών κάδρων. Δεν είναι τυχαίο πως ο ίδιος έχει ζητήσει στον τάφο του να γραφεί η φράση «Au contraire» («Αντιθέτως»), κάτι που χρησιμοποιούσε σχεδόν κάθε φορά που μιλούσε.
«Κάψτε τις κόπιες»
Αντιθέτως, λοιπόν, συμπληρωματικά ή εντός εκτός και επί τα αυτά, ο Γκοντάρ μπορεί σπάνια να έδινε συνεντεύξεις (προφανώς είχε πιο ενδιαφέροντα πράγματα να κάνει), ωστόσο δεν ήταν φειδωλός στις δημόσιες δηλώσεις του. Πάντοτε έπαιρνε θέση, απέναντι στο όποιο σύστημα θεωρούσε άδικο, μέσα σε όποια κοινωνικοπολιτική συγκυρία θεωρούσε ιστορική. Και το έκανε ανέκαθεν, όχι από την ασφάλεια μιας σπουδαίας καριέρας ή ενός δημοφιλούς καλλιτεχνικού εκτοπίσματος. Το έκανε νέος, μεγαλύτερος, μεγάλος. Το έκανε στα 37 του χρόνια, λίγο πριν από την έναρξη του 21ου Φεστιβάλ των Κανών.
Ηταν Μάης του 1968. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις είχαν εντατικοποιηθεί, οι φοιτητές είχαν ξεκινήσει να βγαίνουν τους δρόμους, οι συζητήσεις μαίνονταν. Ο πρόεδρος του φεστιβάλ, Ρομπέρ Φαβρ Λε Μπρε, διαβεβαίωνε στις 10 του Μάη πως όλα θα κυλήσουν ομαλά. Μάλιστα το φεστιβάλ θα «άνοιγε» με την προβολή (σε αποκατεστημένη κόπια) του «Οσα παίρνει ο άνεμος» με την ίδια την πριγκίπισσα του Μονακό και σπουδαία (πρώην ήδη επί δεκαετία τότε) ηθοποιό Γκρέις Κέλι στον ρόλο της οικοδέσποινας. Ωστόσο κάποιοι σκηνοθέτες, με πρωτοστατούντα τον Γκοντάρ, είχαν αντίθετη άποψη. Δεν μπορούσαν να δεχτούν πριγκιπικές ενάρξεις και καμία «γιορτή του κινηματογράφου» να πραγματοποιηθεί, ενώ ο κόσμος στη Γαλλία εξεγειρόταν με δράσεις, συνθήματα και οράματα που έμελλε να μείνουν στην Ιστορία. Η Ενωση Κριτικών Γαλλίας ζητά να σταματήσουν οι προβολές της 12ης Μαΐου ως ένδειξη συμπαράστασης στη γενική απεργία – το αίτημα απορρίπτεται. Φοιτητές κάνουν καθιστική διαμαρτυρία της επομένη -οι προβολές συνεχίζονται κανονικά. Στο Παρίσι οι οδομαχίες κορυφώνονται.
AP PHOTO
Είχε προηγηθεί η «Νύχτα των Οδοφραγμάτων» (10η Μαΐου), όπου αστυνομικοί είχαν εισβάλει στο υπό κατάληψη από φοιτητές Καρτιέ Λατέν. Πάνω από τα 2/3 των εργατών στη Γαλλία απεργούσαν -αλλά οι προβολές συνεχίζονταν. Τότε, οι δυο πλέον κυρίαρχες μορφές του γαλλικού Νέου Κύματος (Nouvelle Vague) παίρνουν τον λόγο. Με πρόσχημα την απόλυση του αγαπημένου όλων διευθυντή της Γαλλικής Ταινιοθήκης Ανρί Λανγκλουά από τον υπουργό Πολιτισμού Αντρέ Μαλρό, οι Τριφό και Γκοντάρ σταματούν το φεστιβάλ, ως μία κίνηση «πολιτικής διαμαρτυρίας για την αναγκαιότητα διακοπής σε ένδειξη συμπαράστασης προς τους εργαζόμενους και τους φοιτητές κι ως επίθεση στην απαρχαιωμένη γαλλική κινηματογραφική βιομηχανία, η οποία προτιμά το εμπόριο σε βάρος της τέχνης!». Αλέν Ρενέ, Μίλος Φόρμαν, Ρίτσαρντ Λέστερ και Κάρλος Σάουρα αποσύρουν τις ταινίες από το διαγωνιστικό, ο Λουί Μαλ και αμέσως μετά οι Μόνικα Βίτι και Ρομάν Πολάνσκι παραιτούνται από την κριτική επιτροπή. Ωστόσο και πάλι οι προβολές συνεχίζουν, με τους Γκοντάρ και Τριφό να κρεμιούνται κυριολεκτικά από την αυλαία της αίθουσας ώστε να μη σηκωθεί για την προβολή. Ο Τριφό πέφτει στο πάτωμα, ο Γκοντάρ χάνει τα χαρακτηριστικά γυαλιά του. Βρίζει σαν να μην υπάρχει αύριο. Και φωνάζοντας, δίνει το σύνθημα: «Αν το φεστιβάλ συνεχιστεί, κάψτε όλες τις κόπιες!».
Μια θέση εκτός κάδρου…
Πόσο στ’ αλήθεια στέκεται πάνω από και βαθιά μέσα σε ό,τι κάνει και σε ό,τι μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που είναι διαρκώς έτοιμος να κάψει το προϊόν δημιουργίας του; Αν αυτό δεν είναι ουσιαστική καλλιτεχνική (με την έννοια της ριζοσπαστικής εξέλιξης και της ανθρωπινής της υπεραξίας) πράξη, πραγματικά δεν ξέρω τι είναι.
Ο Γκοντάρ αυτό είναι πάντως. Ηταν μάλλον. Με την πράξη του αυτή τότε, μαζί με τον Τριφό (φίλο και συνεργάτη του για χρόνια, παρ’ όλους τους θρυλικούς τσακωμούς τους), άλλαξαν τους κανονισμούς του Φεστιβάλ των Κανών, το έκαναν πιο ανεξάρτητο και δημοκρατικό. Αλλά έκαναν και κάτι ακόμα: έδειξαν πώς είναι να παίρνεις θέση και εκτός κάδρου. Και πώς αυτό μπορεί εν τέλει να οδηγήσει στο κυρίαρχο πλάνο: σε μια ιστορική στιγμή αλλαγής.
Χρόνια αργότερα, το 2010, πάλι ο Γκοντάρ πήρε θέση, αυτή τη φορά για τη χώρα μας, που εξαιτίας της οικονομικής κρίσης είχε μόλις μπει σε μνημονιακό καθεστώς. Με αφορμή τη νέα του τότε ταινία «Film Socialisme» (ένα ταξίδι στη Μεσόγειο, πάνω σ’ ένα κρουαζιερόπλοιο που επέβαιναν μεταξύ άλλων η Πάτι Σμιθ και ο Αλέν Μπαντιού) είχε δηλώσει τότε: «Η Δύση οφείλει πολλά στην Ελλάδα, τη χώρα της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας, της αρχαίας τραγωδίας. Ολος ο κόσμος χρωστά χρήματα στην Ελλάδα. Αυτή η χώρα θα μπορούσε να απαιτήσει εκατομμύρια των εκατομμυρίων από όλους για τα συγγραφικά δικαιώματα των αρχαίων. Και θα ήταν απολύτως λογικό να της δοθούν. Αμέσως! Οι Ελληνες επίσης κατηγορούνται ως ψεύτες. Αυτό μου θυμίζει έναν παλιό συλλογισμό που μαθαίναμε στο σχολείο: ο Επαμεινώνδας είναι ψεύτης και εφόσον όλοι οι Ελληνες είναι ψεύτες, άρα ο Επαμεινώνδας είναι Ελληνας. Δεν έχουμε προχωρήσει και πολύ από τότε…». Και πάλι τότε οι Κάνες είχαν μπει στο στόχαστρο του σπουδαίου σκηνοθέτη (σκηνοθέτη, στοχαστή, επαναστάτη…) καθώς είχε ακυρώσει τη συμμετοχή και προβολή της ταινίας του στο φεστιβάλ επικαλούμενος με επιστολή του στη Libération, «προβλήματα ελληνικού τύπου» (αξίζει να θυμίσουμε ότι η τότε κυβέρνηση είχε αρνηθεί ο ίδιος να κάνει γυρίσματα στην Ελλάδα. Για τους κυβερνώντες η απάντηση στον ίδιο ήταν «προβλήματα ελληνικής γραφειοκρατίας»).
Τίποτα «γραφειοκρατικό» δεν πτόησε όμως τον Γκοντάρ, καθώς επανήλθε στα δικά μας, τέσσερα χρόνια αργότερα. Το 2014 δήλωνε στο περιοδικό «SoFilm»: «Οι Γερμανοί είναι καθάρματα. Διαγράψαμε όλα τους τα χρέη, ξαναχτίσαμε τα σπίτια τους και τους επιτρέπεται να εισβάλλουν στην Ελλάδα ως τουρίστες!».
Ο λόγος του ήταν τόσο ευθύς, δίχως μεσολαβητές και κρυφά νοήματα, που κάποιοι θέλησαν να τον «χρησιμοποιήσουν» και στο τελευταίο φεστιβάλ των Κανών, πριν λίγους μήνες. Τότε, είχε βγει ως «είδηση» διεθνώς πως ο Γκοντάρ πήρε θέση απέναντι στη απόφαση του φεστιβάλ να καλέσει τον πρόεδρο της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, να μιλήσει, λέγοντας πως «οι Κάνες είναι ένα εργαλείο προπαγάνδας, όπως όλα τα άλλα. Προπαγανδίζουν τη δυτική αισθητική». Τα λόγια αυτά πράγματι ανήκουν στον Γκοντάρ, ωστόσο δεν ειπώθηκαν σ’ αυτή τη συγκυρία. Απλώς έγινε «χρήση τους» από την ομάδα «Espaces Négatifs» μέσω fb, η οποία λίγες ημέρες μετά παραδέχτηκε πως η είδηση δεν ισχύει, απλά χρησιμοποίησαν τη λογοπλαστική μανιέρα του Γκοντάρ ως «ψευδή είδηση».
Μπορεί έως ώρας να μην έχουμε περιγράψει το έργο του Γκοντάρ ή μιλήσει αναλυτικά για τις ταινίες του, ωστόσο μέσα από
όλα αυτά κάποιος αντιλαμβάνεται τι καλλιτέχνης και άνθρωπος ήταν. Οι ταινίες του είναι εμβληματικές μέσα στη διαφορετικότητά τους: «Περιφρόνηση», «Με κομμένη την ανάσα», «Η κυρία θέλει έρωτα», «Οι καραμπινιέροι», «Ο τρελός Πιερό», «Alphaville», «Η Κινέζα», «Αποχαιρετισμός στη γλώσσα» κ.ά. Γεννημένος από Ελβετούς μεγαλοαστούς, ο Γκοντάρ είχε πρόσβαση σε ό,τι επιθυμούσε. Ωστόσο ήδη από τα έξι του «ήταν δυστυχισμένος», όπως έχει πει ο ίδιος. Επληττε εύκολα, αποζητούσε την αποδοχή, αγωνιούσε για την ανακάλυψη του νέου, του καινούργιου, του πραγματικά καινοτόμου. Εγινε το παιδί και ο πατέρας τής Νουβέλ Βαγκ, πάντα με κόσμο και εξαιρετικούς ηθοποιούς γύρω του, αλλά μοναχικός από άποψη. Ισως και από ανάγκη. «Ως ερασιτέχνης κινηματογραφιστής πάντα μαχόμουν τους επαγγελματίες. Οταν ήμουν επαγγελματίας τα έβαλα με τους ερασιτέχνες. Ως Γάλλος μαχόμουν τους Ελβετούς, ως Ελβετός τους Γάλλους» έχει πει. Αντιθέσεις, αντιθέσεις, αντιθέσεις: ένα «Au contraire» όλη του τη ζωή. Το 1994 δημιούργησε το αυτοβιογραφικό δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ «JLG/JLG – autoportrait de décembre», όπου ο ίδιος αναλογίζεται πάνω στη ζωή του, τη θέση του στην ιστορία του σινεμά, τη σύνδεση της κινηματογραφικής βιομηχανίας με την καλλιτεχνική δημιουργία, την τέχνη της υποκριτικής ως επάγγελμα αλλά και ως στάση ζωής.
Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ με τη σύντροφο και μούσα του για χρόνια Αννα Καρίνα
AP Photo/Mario Torrisi, File
Τίποτα δεν τον σταματούσε: ούτε η πολιτική συγκυρία, ούτε οι κοινωνικές συμβάσεις, κανένα καλλιτεχνικό ρεύμα δεν τον παρέσυρε. Αν ήθελε κάτι, θα έβρισκε τρόπο. Την Αννα Καρίνα, σύντροφο και μούσα του για χρόνια («Η κυρία θέλει έρωτα», «Ο τρελός Πιερό», «Alphaville» κ.ά.), την πρωτόδε σε μία διαφήμιση κρεμοσάπουνου. Εψαξε, τη βρήκε και την αποθέωσε στη μεγάλη οθόνη. Το ίδιο συνέβη και με τις άλλες πρωταγωνίστριές του: Μπριζίτ Μπαρντό, Αν Βιαζεμσκί (η δεύτερη σύζυγός του), Τζιν Σίμπεργκ…
…Πλέον, ήρθε η σειρά μας να τον ψάχνουμε. Ο ίδιος φέρει γι’ αυτό επάξια την ευθύνη. Κι εμείς, τον ευχαριστούμε βαθιά, ξανά και ξανά, ευγνωμονώντας την τόλμη, το θάρρος, την επιμονή και το ταλέντο του, σε κάθε σεκάνς κάθε ταινίας του. Και το θάρρος του να υπερασπίζεται ένα γνήσια αντισυμβατικό, προοδευτικό ευρωπαϊκό πνεύμα που ίσως να μην υπάρχει πια. Ή και να μην υπήρξε ποτέ.