Μέσα σε μια βδομάδα σχεδόν, μας αποχαιρέτησε πρώτα ο Κώστας Καζάκος και χθες 1 παρά 10 το μεσημέρι η Μάρθα Καραγιάννη. Και θυμηθήκαμε το θαυμάσιο εκείνο ντουέτο του λιμενοφύλακα και της ελεύθερης γυναίκας της νύχτας στο «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα» του Νίκου Φώσκολου, τη μοναδική δραματική ταινία της Μάρθας Καραγιάννη στη Φίνος Φιλμ, σ’ έναν ρόλο που θυμίζει βέβαια την Κάρμεν.
Εδεναν πολύ σαν ζευγάρι με τον Καζάκο και η ταινία γυρίστηκε το 1969, μετά το «Γοργόνες και μάγκες»: η Καραγιάννη είχε κάνει έναν τεράστιο καβγά με τον Γιάννη Δαλιανίδη, με τον οποίο γύριζε αποκλειστικά ταινίες μέχρι τότε στη Φίνος Φιλμ, τόσο μεγάλο που ήταν σίγουρη πως δεν θα ξανασυνεργάζονταν και δεν θα ξαναμιλούσαν ποτέ. Και ξανασυνεργάστηκαν βέβαια και ξαναμίλησαν και ο Φίνος, που πίστευε σ’ εκείνην, της γύρισε δύο ταινίες ως πρωταγωνίστρια, την «Ωραία του κουρέα» και το «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα».
Από παλιά ο Φώσκολος έβλεπε την περσόνα της Καραγιάννη σαν ένα είδος Κάρμεν και ήθελε να κάνει κάτι ανάλογο μαζί της στο σινεμά, αλλά και ο Φίνος ήθελε κάποια στιγμή να γυρίσει ταινία με τη Μάρθα στο στιλ τού «Ενα αστέρι γεννιέται». Το σενάριο γράφτηκε αλλά η ταινία δεν γυρίστηκε ποτέ εξαιτίας του σεναριογράφου -που η Μάρθα δεν αποκάλυψε ποτέ το όνομά του.
Βέβαια, η Μάρθα Καραγιάννη ήταν, είναι και θα είναι για πάντα το κορίτσι με το μπικίνι που ακτινοβολούσε λάμψη, ομορφιά και ταλέντο, που μπορούσε να είναι πολύ κωμική άμα χρειαζόταν και χόρευε εντυπωσιακά καλά θυμίζοντας τη Σιντ Τσαρίς στο Χόλιγουντ, που ήταν επίσης εκπληκτική χορεύτρια και πάρα πολύ σέξι…
Η Μάρθα Καραγιάννη ήταν από τα βασικά στηρίγματα των κλασικών πλέον σήμερα μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη στη Φίνος Φιλμ γιατί όπως η Βλαχοπούλου πρόσφερε τη σπουδαία φωνή και ήταν ηθοποιός που τραγουδούσε, έτσι και η Καραγιάννη πρόσφερε τον χορό και ήταν η ηθοποιός που χόρευε. Και το μιούζικαλ θέλει ηθοποιούς που τραγουδούν και χορεύουν…
Το 1963 στο «Μερικοί το προτιμούν κρύο» μόνο έπαιξε χωρίς να χορεύει γιατί ο ρόλος δεν είχε γραφτεί γι’ αυτήν (δύο άλλες πρωταγωνίστριες της εποχής ήταν να παίξουν, αλλά τελικά έπαιξε η Μάρθα). Από το «Κάτι να καίει» όμως την επόμενη χρονιά μέχρι και τον «Μάγκα με το τρίκυκλο» το 1973 η Μάρθα Καραγιάννη χόρεψε παίζοντας και έπαιξε χορεύοντας και συγχρόνως πρόσφερε μια σούπερ σέξι παρουσία, ίσως την πιο σέξι ουσιαστικά παρουσία στο σινεμά. Και, όπως είχε πει ο Γιάννης Δαλιανίδης, «δεν υπήρχε εκείνη την εποχή μηχανουργείο, βενζινάδικο και όλοι οι χώροι με τα καθαρά ανδρικά επαγγέλματα και άνδρες πελάτες που να μην είχε στον τοίχο μια αφίσα της Μάρθας με μπικίνι»…
Ηταν πάντως ένα σεξ απίλ που καθήλωνε τους άνδρες αλλά δεν γινόταν ποτέ χυδαίο γιατί πριν απ’ όλα η Μάρθα είχε χιούμορ και στην τέχνη της αλλά και στη ζωή της. Και όσο περνούσαν τα χρόνια το χιούμορ γινόταν πιο ισχυρό στη ζωή της γιατί φρόντιζε και η ίδια να καλλιεργείται διαρκώς ως άνθρωπος. Κι αυτό συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της.
Εκανε ταξίδια και μάλιστα σε χώρες με μια διαφορετική πνευματικότητα σαν το Περού ή τις Ινδίες, μελετούσε τις άλλες θρησκείες και φιλοσοφίες, της άρεσε να μελετά και να μαθαίνει το διαφορετικό και το αλλιώτικο και συγχρόνως ήταν μια γυναίκα που μόνη της φρόντιζε την καριέρα της, φρόντιζε να ζει τη ζωή της όπως ήθελε και είχε πάντα στον νου της πως ουσιαστικά ο μοναχικός δρόμος που είχε επιλέξει θα έπρεπε να περιέχει και τη φροντίδα όσο ήταν καιρός, για να είναι οικονομικά άνετη όταν περνούσαν τα χρόνια…
Η Μάρθα Καραγιάννη δεν ήταν καθόλου φεμινίστρια· ήταν απλώς η ουσία του φεμινισμού. Ηξερε να είναι γυναίκα και δεν σήκωνε και μύγα στο σπαθί της, δεν δεχόταν τίποτα λιγότερο απ’ αυτό που πίστευε ότι αξίζει αλλά δεν γινόταν και μίζερη άμα δεν το αποκτούσε, προχωρούσε μπροστά…
Το σπίτι της ήταν ένα ωραίο μεγάλο διαμέρισμα, δεν είχε πολλές φωτογραφίες της από ταινίες στους τοίχους, περισσότερο βιβλιοθήκες με διάφορα βιβλία είχε που διάβαζε και όταν καλούσε τους φίλους της, που μπορούσε να είναι από συνάδελφοί της μέχρι διανοούμενοι, ήξερε να είναι μια ζεστή οικοδέσποινα και να τους κάνει όλους να γίνονται μια παρέα και να περνάνε καλά. Δεν πρόσβαλλε, δεν εξέθετε και δεν σχολίαζε τις ζωές των ανθρώπων γύρω της. Σεβόταν τα πάντα, αρκεί να τη σέβονταν.
Η Μάρθα Καραγιάννη γεννήθηκε το 1939 και έφυγε χθες. Είχε σπουδάσει χορό, δεν είχε σπουδάσει υποκριτική. Η πρώτη της ταινία ήταν «Η άγνωστος» του Ορέστη Λάσκου το 1955 και η τελευταία της το «Πεθαίνω για σένα» δίπλα στην Ελένη Ράντου, την οποία λάτρευε, το 2009. Υπήρξε ιδανικό ζευγάρι στο σινεμά με τον Κώστα Βουτσά και ήταν και στενοί φίλοι. Εκανε έναν γάμο 1960 με τον ποδοσφαιριστή Μίμη Στεφανάκο που δεν κράτησε πολύ και ήταν ζευγάρι για πολλά χρόνια με τον τερματοφύλακα του Παναθηναϊκού Βασίλη Κωνσταντίνου.
Γύρισε έναν μεγάλο αριθμό ταινιών, τις περισσότερες με τη Φίνος Φιλμ, στα νιάτα της χόρευε σε νυχτερινά κέντρα ντουέτο με τον Μαρά, έπαιξε σε πολλές επιθεωρήσεις, ήταν η πρώτη που έπαιξε το «Καμπαρέ» στην Αθήνα σε σκηνοθεσία του Αλέξη Σολωμού το 1972 στο θέατρο «Καλουτά», έπαιξε σε κωμωδίες στο θέατρο. Θα ήθελε να έχει παίξει σε κάτι πιο δραματικό αλλά ήταν ο μύθος της τελικά που την εμπόδισε. Ταλαιπωρήθηκε τα τελευταία, λίγα ευτυχώς, χρόνια, έχοντας στο πλευρό της την πολύτιμη φίλη της Ντόρα Δούμα.
Εφυγε αφήνοντάς μας μια ολοζώντανη εικόνα που θα μας ακολουθεί γεμάτη αισιοδοξία, χαρά και κέφι και έχοντας ζήσει μια υπέροχη ζωή, η οποία στην ουσία, με όλη τη βοήθεια που μπορεί να δέχτηκε από ανθρώπους όπως ο Δαλιανίδης ή ο Φίνος, ήταν δικό της δημιούργημα. Ισως γι’ αυτό και την απόλαυσε τόσο πολύ όταν έπρεπε και όπως έπρεπε από την αρχή μέχρι το τέλος.