Μανώλης Πιμπλής
Οι επιτυχίες και οι αποτυχίες στα σπορ, αλλά και αλλού, δίνουν αφορμή για ποικίλες σκέψεις. Πριν από το πρόσφατο Ευρωμπάσκετ, και με την προοπτική μιας μεγάλης διάκρισης, λόγω βέβαια κυρίως του σπουδαίου Γιάννη Αντετοκούνμπο, γέμιζαν τα γήπεδα ακόμα και στα φιλικά παιχνίδια. Αν δεν συμμετείχε η Ελλάδα στο Ευρωμπάσκετ είναι σίγουρο ότι οι περισσότεροι δεν θα το παρακολουθούσαν καν. Κι ας είχε πολύ σπουδαίες ομάδες, όπως αποδείχθηκε.
Σε άλλα αθλήματα, πολύ λιγότερο δημοφιλή, μια μεγάλη διεθνής διάκριση Ελληνα ή Ελληνίδας τραβάει επίσης την προσοχή. Μια παγκόσμια διάκριση π.χ. στην τοξοβολία τονώνει την εθνική περηφάνια, έστω και αν οι άνθρωποι που νιώθουν έτσι δεν δείχνουν ενδιαφέρον για τον προηγούμενο ή τον επόμενο πρωταθλητή, ούτε για το ποιος ή ποια ήταν πίσω από τον Ελληνα ή την Ελληνίδα.
Αρα το θέμα εδώ δεν είναι η αγνή αγάπη για ένα άθλημα ή γενικότερα για τον αθλητισμό -αυτό αφορά πολύ λιγότερο κόσμο- αλλά η διάκριση ενός ή μιας ομοεθνούς. Παλιότερα γινόταν και πολύς λόγος για Ελληνες και Ελληνίδες που ζουν σε ξένες χώρες και διακρίνονται. Η έκφραση «όποια πέτρα κι αν σηκώσεις θα βρεις έναν Ελληνα» ήταν διαχρονικό κλισέ, χωρίς αυτοί που το χρησιμοποιούσαν να λαμβάνουν καθόλου υπόψη τους ότι κάτω από την ίδια πέτρα μπορεί να βρίσκονταν επτά Πολωνοί, δέκα πρώην Γιουγκοσλάβοι και τρεις Λιθουανοί.
Ολα αυτά δεν είναι παράλογα αλλά δεν μπορούμε να τα δεχθούμε και ως εντελώς φυσιολογικά. Δείχνουν μια χώρα διψασμένη για διακρίσεις, που της αρέσει να σκέφτεται ότι είναι φτιαγμένη για πολύ σπουδαία πράγματα αλλά που ταυτόχρονα αντιμετωπίζει το ζήτημα με σύμπλεγμα κατωτερότητας.
Το «φυσιολογικό», αν υπάρχει κάτι τέτοιο, θα ήταν να έχει τις διακρίσεις που αναλογούν στον πληθυσμό και στο επίπεδο ανάπτυξής της και αυτές να αποτελούν μια κανονικότητα και όχι υπερφυσικά κατορθώματα. Ο αθλητής του μπάσκετ που βγαίνει 5ος (ή 3ος ή 1ος) στην Ευρώπη ή ο Ελληνας βοηθός οπερατέρ σε μια χολιγουντιανή ταινία με πέντε όσκαρ κάνει απλώς πολύ καλά τη δουλειά του, δεν κάνει κάτι που αγγίζει τα όρια του αδύνατου. Αν θεωρούμε ότι αυτά αποτελούν απίθανα κατορθώματα, τότε η χώρα είναι που έχει το πρόβλημα, γιατί δεν καταφέρνει να καταστήσει τα «κατορθώματα» απολύτως εφικτούς στόχους.
Υπάρχει βέβαια και κάτι βαθύτερο: η εδραιωμένη δυσπιστία απέναντι στο κράτος συμβάλλει στο να αποκτά η έννοια «Ελληνας/Ελληνίδα» καθαρά εθνικά χαρακτηριστικά, να αναφέρεται δηλαδή στο έθνος ως «ιδέα», όχι στην έννοια του πολίτη. Καθώς το κράτος θεωρείται ότι δεν συντρέχει την κοινωνική κινητικότητα και επειδή οι -αθλητικές ιδίως- διακρίσεις προέρχονται από νέους και νέες των φτωχότερων στρωμάτων, είναι λογικό να προάγεται ο ατομισμός, μάλιστα ως κυνήγι μιας χίμαιρας.
Σε μια παράδοξη σύζευξη, ατομικά και εθνικά όνειρα συγχωνεύονται, γίνονται ένα, ακόμα και στο συλλογικό φαντασιακό, παραλείποντας τον ενδιάμεσο κρίκο, το οργανωμένο κοινωνικό σύνολο. Και ένα ατομικό μετάλλιο ταυτίζεται με το εθνικό πεπρωμένο.