Ναταλί Χατζηαντωνίου
Πέθανε χθες στα 78 της χρόνια εκείνη που έγινε γνωστή ως «Ειρήνη» στις «Τρεις Χάριτες», αλλά ήταν πολύ περισσότερα από αυτό.
Η «ηθοποιός από τις “Τρεις Χάριτες”» ήταν ασφαλώς και αυτό: «Ειρήνη Χαρίτου», μαζί με τις Αννα Παναγιωτοπούλου και Νένα Μεντή. Μία από τις ανεπανάληπτες Χάριτες δηλαδή που είχαν πηγή έμπνευσης τις «Τρεις Αδελφές» του Τσέχοφ και τηλεοπτική θεία την Αννα Κυριακού. Η αλήθεια είναι ότι ένας επιτυχημένος ρόλος στην τηλεόραση καθορίζει έναν ηθοποιό. Αλλά όπως η Ντίνα Κώνστα δεν ήταν μόνον η «Ντένη Μαρκορά», έτσι και η Μίνα Αδαμάκη δεν ήταν μόνον το τηλεοπτικό της άλτερ έγκο, η Ελληνίδα «Ιρίνα». Κι ας μπήκε μ’ αυτό στο μέσο ελληνικό σπίτι, χαρίζοντας γέλιο με τη γνήσια κωμική της φλέβα, αυτή που είχε διαπιστωθεί εξ αρχής από τον Κουν πρώτα πρώτα στο Θέατρο Τέχνης. Ηταν μια εξαιρετική ηθοποιός και μια εσωστρεφής προσωπικότητα που πάλεψε αθόρυβα με το πολλαπλό μυέλωμα που την κατέβαλε ξαφνικά και χθες πέθανε στα 78 της χρόνια. Ηταν γνωστό τα τελευταία 24ωρα πόσο παλεύει για τη ζωή της κι έτσι η φήμη του θανάτου της προηγήθηκε του γεγονότος, σ’ αυτή τη δημοσιογραφική βιασύνη που ξεχνά πόσο μάταιο είναι να μεταδώσεις πρώτος έναν θάνατο, μια είδηση ούτως ή άλλως θλιβερή, οριστική και αμετάκλητη. Εστω. Πέρα από τις τηλεοπτικές της επιτυχίες, τη Μίνα Αδαμάκη αξίζει κάποιος να τη θυμάται και για πολλά ακόμα. Οπως για τη συμμετοχή της στην ιστορική Ελεύθερη Σκηνή.
Είχε γεννηθεί στον Βόλο τον Ιούλιο του 1944 από έναν πατέρα, όπως είχε διηγηθεί η ίδια στη Lifo, αυτοδημιούργητο επιχειρηματία, γενικό αντιπρόσωπο γεωργικών μηχανημάτων στη Θεσσαλία, που καθόλου δεν ενέκρινε την ενασχόληση με τις τέχνες. Εκείνη και η (μετέπειτα λυρική τραγουδίστρια) αδελφή της, Λίλα Αδαμάκη, προφανώς κληρονόμησαν την καλλιτεχνική ροπή από τη μητέρα τους που νέα ήθελε -μάταια- να σπουδάσει τραγούδι. Η Μίνα Αδαμάκη, που από μικρή αγαπούσε τη λογοτεχνία, ενθουσιάστηκε την πρώτη φορά που είδε θέατρο στη γενέτειρά της, τον Βόλο: ήταν μερικά από τα κωμικά μονόπρακτα του Τσέχοφ, σε καλοκαιρινή περιοδεία του Θεάτρου Τέχνης. Ετσι κόλλησε το μικρόβιο κι έκτοτε παρακολουθούσε ανελλιπώς τον Κουν όποτε έδινε παράσταση στην περιοχή τους. Κι επιπλέον αποφάσισε σιωπηρά ότι αυτό θέλει να κάνει στη ζωή της. Η σθεναρή αντίσταση του πατέρα της την έκανε να ψάξει το ιδανικό «άλλοθι» για να έρθει στην Αθήνα. Διάβασε και πέρασε στη Νομική και ως φοιτήτρια πια έδωσε κρυφά εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης και πέρασε. Εκεί… διαγνώστηκε η κωμική της φλέβα αν και η ίδια αντιστεκόταν. Σε συνέντευξή της στην «Καθημερινή» έχει διηγηθεί πως τότε στις εξετάσεις είχε εμφανιστεί με τον μονόλογο από τη σεξπιρική Λαίδη Αννα στον «Ριχάρδο Γ’» κι ένα ποίημα του Καβάφη και ότι κατ’ αρχάς δεν υποψιάστηκε τι έκρυβε η ερώτηση του Κ. Κουν «Μήπως έχετε να μας πείτε και κάτι από κωμωδία;». Ως φοιτήτρια της σχολής πρωτοεμφανίστηκε πάντως σε δράμα, στη «Δολοφονία του Μαρά», ενώ ως απόφοιτος (έμεινε για μια 5ετία στο Τέχνης ως ηθοποιός) η πρώτη της μεγάλη επιτυχία σημειώθηκε με το «Μάθημα» του Ιονέσκο. Ετσι ανακάλυψαν και οι δικοί της την πραγματική της κλίση και την αποδέχτηκαν.
Η χούντα τη βρήκε πολιτικοποιημένη κι εκείνη, απολύτως ανεξάρτητο πνεύμα, άφησε το Θέατρο Τέχνης για να πάει στο Λονδίνο με τον τότε σύντροφό της. Εκεί έκανε μαθήματα γλώσσας, παρακολούθησε εργαστήρια θεάτρου και παντομίμας και κυρίως είδε πολύ θέατρο. Στην Ελλάδα γύρισε με την πτώση της χούντας το ΄74. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1978, μαζί με τον Νίκο Αρμάο και τον Γιάννη Χουβαρδά ίδρυσαν τη Θεατρική Συντεχνία. Είχε πια πλήρως αποδεχτεί το ταλέντο της σε κωμικούς ρόλους και σε έργα επιθεωρησιακής πνοής. Ετσι μπήκε ως ιδρυτικό μέλος στη συνέχεια του Ελεύθερου Θεάτρου, την Ελεύθερη Σκηνή, και βρέθηκε να συνεργάζεται με την αστραφτερή ομάδα που έγραψε Ιστορία: Αννα Παναγιωτοπούλου, Σταμάτης Φασουλής, Υβόννη Μαλτέζου, Μίμης Χρυσομάλλης, Μίρκα Παπακωνσταντίνου κ.ά. Μαζί έπαιξαν σε αξέχαστες επιθεωρήσεις αλλά και σε άλλες ιστορικές παραστάσεις, όπως στο «Σώσε» του Μάικλ Φρέιν σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά.
Η αναγνωρισιμότητα φέρνει στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 και τον πρώτο της τηλεοπτικό ρόλο, αυτόν της «Λένας» στην «Αστροφεγγιά», σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου. Τα τέλη της ίδιας δεκαετίας, με την ιδιωτική τηλεόραση στα πρώτα της βήματα, τη βρίσκουν «Ειρήνη» στις «Τρεις Χάριτες» των Ρέππα-Παπαθανασίου. Αυτή είναι η αρχή μιας συνεργασίας με το ταλαντούχο δίδυμο που θα φέρει κι άλλες πολλές τηλεοπτικές επιτυχίες, όπως π.χ. στο «Δις εξαμαρτείν», αλλά και τρεις κινηματογραφικές ταινίες: «Safe Sex», «Το κλάμα βγήκε απ’ τον Παράδεισο» και «Οξυγόνο» (ενώ ακολουθεί το 2009 πια η τελευταία της κινηματογραφική εμφάνιση στο «Σούλα έλα ξανά» σε σκηνοθεσία του Β. Μυριανθόπουλου). Παρότι και μετά την Ελεύθερη Σκηνή δεν υπάρχει σεζόν που να απέχει απότο θέατρο, η τηλεόραση είναι που χρίζει την Αδαμάκη αγαπημένη καρατερίστα. Κι όταν αυτό δεν γίνεται με τους Ρέππα-Παπαθανασίου, γίνεται με τις σειρές των έτερων ταλαντούχων στο είδος: του Αλέξανδρου Ρήγα πρώτα, του Γιώργου Καπουτζίδη αργότερα.
Στη θεατρική σκηνή διακρίνεται σε ρόλους κυρίως κωμικούς, σε μια γκάμα που αρχίζει από τον Αριστοφάνη και φτάνει στον Μαριβό ή στον Φεϊντό ή στα επιθεωρησιακά κείμενα του Πυριόχου. Παράλληλα όμως στο βιογραφικό της πολλοί είναι οι σταθμοί της στο νεοελληνικό έργο: από Καμπανέλλη και Μποστ έως Χατζηγιαννίδη και Κατσικονούρη. Η τελευταία της θεατρική εμφάνιση έγινε το 2021 όταν σε σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη, συμπρωταγωνίστησε με τη Σαβίνα Γιαννάτου και τη Ραφίκα Σαουίς σε μια ιδιαίτερη σκηνική σύνθεση βασισμένη στον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη και τη «Φαίδρα» του Ρακίνα.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ από μια επιλογή ανεξαρτησίας. «Το φίλτρο στη ζωή μου ήταν η τέχνη. Είμαι ευτυχής που έδωσα τον χρόνο μου εκεί που ήθελα», έλεγε στη Γιώτα Συκκά το 2018 προσθέτοντας: «Δεν είναι όλοι προορισμένοι για γονείς. Αν το ήθελα πολύ, θα έκανα και παιδί μόνη μου».