Λήδα Γαλανού
Αν υπάρχει φέτος μια ταινία που μπορεί να επαναφέρει την αγαπημένη και εκλιπούσα κουλτούρα της παθιασμένης συζήτησης μιας παρέας που βγαίνει από την κινηματογραφική αίθουσα, είναι η Tár.
Tár
(ΗΠΑ, 2022, 158’)
★★★☆☆
● σκηνοθεσία: Τοντ Φιλντ
● ηθοποιοί: Κέιτ Μπλάνσετ, Νοεμί Μερλάν, Νίνα Χος
Η Λίντια Ταρ (μη υπαρκτή προσωπικότητα) είναι Αμερικανίδα διευθύντρια ορχήστρας (αληθινή… μαέστρος), από τις διασημότερες στον κόσμο, μόνιμη στη Συμφωνική του Βερολίνου. Βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας της, έχει κερδίσει κάθε δυνατή διάκριση, είναι ζευγάρι με την πρώτη βιολονίστα της ορχήστρας κι έχουν μαζί μια κόρη, έχει διευθύνει, για ζωντανή ηχογράφηση της Deutsche Grammophon, όλες τις συμφωνίες του Μάλερ, πλην της 5ης, τη λατρεία και τον τρόμο της, πράγμα που ετοιμάζεται να κάνει τώρα, ενώ, παράλληλα, διευθύνει ένα Ταμείο για στήριξη νεαρών γυναικών μαέστρων. Μια από τις υποτρόφους μοιάζει να την καταδιώκει, αφήνοντάς της μυστηριώδη πακέτα, ακόμα και, ίσως, εισβάλλοντας κρυφά στο σπίτι της (ή στη συνείδησή της;), ισχνές φήμες θέλουν τη Λίντια να εκμεταλλεύεται ερωτικά και άλλες νεαρές υποτρόφους και συνεργάτιδες, μια διάλεξη στη σχολή Τζούλιαρντ την οδηγεί σε «παρεξηγήσιμες» δηλώσεις και η σούπερ σταρ της μπαγκέτας αρχίζει να χάνει τον έλεγχο, τον θεό στον οποίο ορκίζεται.
Ο Τοντ Φιλντ, ηθοποιός αλλά με λίγες και ενδιαφέρουσες σκηνοθετικές δουλειές, τοποθετεί στο κέντρο της ταινίας του μια γυναίκα φαινομενικά τέλεια και παντοδύναμη, για να τη διασπάσει, κομμάτι κομμάτι, από μέσα προς τα έξω, όχι πολύ διαφορετικά από τον «Μαύρο Κύκνο» του Ντάρεν Αρονόφσκι, με λιγότερο camp και περισσότερο αυστηρό Bauhaus.
Η μουσική, εκλεκτικά επιλεγμένη, βάζει τον Μάλερ να συναγωνίζεται τον Εντουαρντ Ελγκαρ και την Ανα Τορβαλσντότιρ που υπογράφει το σύγχρονο soundtrack. Η Κέιτ Μπλάνσετ (υποψήφια και απόλυτο φαβορί για το Οσκαρ Α’ Γυναικείου, ενώ η ταινία συγκεντρώνει πέντε ακόμα υποψηφιότητες, σε όλες τις βασικές κατηγορίες, Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου, Φωτογραφίας, Μοντάζ) δίνει μια ερμηνεία «κέιτ μπλάνσετ».
Mια ταινία για τον νεοφεμινισμό και την κουλτούρα της ακύρωσης; Oχι, γιατί το φιλμ είναι γεμάτο στοιχεία που χρήζουν αποκρυπτογράφησης: γιατί η Λίντια ακούγει μια κραυγή στο δάσος, τι είναι τα παράξενα μυστικιστικά σύμβολα που έχει γνωρίσει στα ταξίδια της και τώρα αναπαράγει με πλαστελίνες η κόρη της; Ποια είναι η γυναικεία μορφή που παραμονεύει στο σκοτάδι του υπνοδωματίου της και γιατί ο μετρονόμος της αρχίζει να χτυπά μόνος του μέσα στη νύχτα; Και μήπως ολόκληρο το δεύτερο μέρος της ταινίας, από τη στιγμή που η Λίντια, μ’ ένα σωματικό τραύμα, αρχίζει να νιώθει την οδύνη στο μυαλό της και να καταρρέει, δεν είναι ρεαλιστικό αλλά φανταστικό; Μήπως καθώς η ηρωίδα χάνει τον έλεγχο, το ίδιο κάνει κι η ταινία περνώντας στο όνειρο, τον εφιάλτη, τον ίδιο τον τρόμο της απώλειας του ελέγχου; Καλώς ή κακώς, ο Τοντ Φιλντ δεν έχει τη μαεστρία να ισορροπήσει ένα φιλμ που θέλει να είναι, ταυτόχρονα, αισθητικά υποβλητικό, κοινωνικά αιχμηρό και γεμάτο μεταφυσικό σασπένς –όπως θα ήταν, για παράδειγμα, ένας Πολάνσκι. Κι έτσι, αυτό που η ταινία αφήνει πίσω είναι, από τη μια πλευρά, μια αίσθηση δέους αλλά και αμηχανίας μπροστά στην ερμηνεία της Κέιτ Μπλάνσετ.
1341 Καρέ Ερωτα και Πολέμου
(1341 Frames of Love and War, Ισραήλ, ΗΠΑ, Ην. Βασίλειο, 2022, 89’)
★★★½☆
● σκηνοθεσία: Ραν Ταλ
Σταθερή κάμερα, 1.341 καρέ, σε κοντάκτ ή σε μεγάλες εκτυπώσεις, περνούν μπροστά από την οθόνη. Είναι μόνο λίγες από τις μισό εκατομμύριο περίπου φωτογραφίες που έβγαλε στην καριέρα του (και την προσωπική ζωή του, μια και αυτή «γέμιζε» τα φιλμ που έπρεπε να δοθούν για εκτύπωση) ο Μίχα Μπάρ-Αμ, ο γνωστότερος και σπουδαιότερος πολεμικός φωτογράφος του Ισραήλ. Αυτό είναι «όλο» το οπτικό υλικό της ταινίας, φωτογραφίες μόνο, από εκείνες που κάνουν κάθε κλικ να μοιάζει με έναν άθλο και, μαζί, ολόκληρη η (πολεμική, κυρίως κι είναι τόσο εντατική κι εκτεταμένη) ιστορία τού Ισραήλ, από τη δεκαετία του ’50 ώς τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, τη δίκη του Αϊχμαν, σε κάθε στιγμή βίας, κινδύνου, απώλειας: ο Μίχα ήταν εκεί, με το χέρι στη «σκανδάλη» της μηχανής του. Αυτές τις εικόνες ο Ταλ ντύνει διακριτικά με ήχο που προσομοιάζει την πραγματικότητα της στιγμής, κάνοντάς τες πιο αφηγηματικές, όμως κυριαρχεί η συνέντευξη που δίνει ο σημερινός Μίχα Μπάρ-Αμ στον σκηνοθέτη, οι αναμνήσεις του, τα μυστικά του (που παραμένουν και τώρα κρυφά), οι απόψεις του, το πορτρέτο ενός ανθρώπου ατρόμητου, ζαμανφουτίστα, ακραίου, γεμάτου ζωή δίπλα στις εικόνες θανάτου, αμφιλεγόμενου, ξεκάθαρα πράκτορα σε κάποιο σημείο της ζωής του, μονομανούς, σκεπτικιστή, συναρπαστικού. Δίπλα του, ακόμα πιο απολαυστική, η γυναίκα του, η Ορνα, μάλλον ο μόνος άνθρωπος που τόλμησε ποτέ να του φέρει αντίρρηση.
Θόδωρος Αγγελόπουλος, Νίκος Παναγιωτόπουλος: Ο καθένας και η μουσική του
(Ελλάδα, 2022, 76’)
★★★☆☆
● σκηνοθεσία: Αντώνης Κόκκινος, Γιάννης Σολδάτος
Το 1985, ο σκηνοθέτης και εκδότης (Αιγόκερως) Γιάννης Σολδάτος σχεδίαζε να βγάλει ένα κινηματογραφικό περιοδικό. Με συνεργάτη τον φέρελπι σκηνοθέτη Αντώνη Κόκκινο («Τέλος Εποχής», μια δεκαετία αργότερα), κανόνισε μια κοινή συνέντευξη του Θόδωρου Αγγελόπουλου και του Νίκου Παναγιωτόπουλου, στην αυλή του σπιτιού του πρώτου, στο Μάτι, όπου οι δύο δημιουργοί θα συζητούσαν μεταξύ τους για το έργο τους και η απομαγνητοφώνηση της κουβέντας τους θα δημοσιευόταν στο περιοδικό. Το οποίο δεν βγήκε ποτέ. Οι κασέτες της συζήτησης, ωστόσο, έρχονται τώρα στην επιφάνεια, έντεκα χρόνια μετά τον θάνατο του Αγγελόπουλου, επτά μετά του Παναγιωτόπουλου, για ν’ αποδείξουν ότι οι δύο άντρες όχι μόνο ήταν σπουδαίοι σκηνοθέτες, όχι μόνο… λάτρευαν να μισούν (και να θαυμάζουν ενδόμυχα) ο ένας τις ταινίες του άλλου, αλλά και ήταν δύο άνθρωποι χαρισματικοί, γεμάτοι αγάπη και γνώση για το σινεμά και διαβολεμένο χιούμορ, ακόμα και μια διακριτική τρυφερότητα. Στο ντοκιμαντέρ, η συζήτησή τους γίνεται αντικείμενο σχολίων, κατά «ενότητα», από δίδυμα άλλων ανθρώπων του σινεμά.
Μπλε φεγγάρι
(Crai nou, Ρουμανία, 2021, 85’)
★★½☆☆
● σκηνοθεσία: Αλίνα Γκρίγκορε
● ηθοποιοί: Ιοάνα Τσίτου, Ιοάνα Φλόρα, Μιρσέα Σιλάγκι
Η Ιρίνα και η αδελφή της, Βίκι, αφότου ο πατέρας τους έφυγε μετανάστης στο Λονδίνο και η μητέρα τους έφυγε σε άγνωστη διαδρομή, συνεχίζουν να ζουν σ’ ένα ορεινό χωριό της Ρουμανίας και να δουλεύουν για τα ξαδέλφια τους που τις εκμεταλλεύονται. Η Ιρίνα ονειρεύεται να «δραπετεύσει» στο Βουκουρέστι: μ’ αυτό τον σκοπό, ξεκινά μια κακοποιητική σχέση μ’ έναν μεγαλύτερό της, παντρεμένο ηθοποιό από την πρωτεύουσα. Δυσλειτουργικές οικογενειακές σχέσεις και η βία ως εξάρτηση πρωταγωνιστούν στο… θυελλώδες ντεμπούτο της Ρουμάνας Γκρίγκορε, δημιουργικά επιθετικό αλλά και τόσο χαοτικό όσο η ζωή της ηρωίδας της. Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.
Τόρι και Λοκίτα
(Tori et Lokita, Βέλγιο, Γαλλία, 2022, 88’)
★★☆☆☆
● σκηνοθεσία: Ζαν-Πιερ Νταρντέν, Λικ Νταρντέν
● ηθοποιοί: Πάμπλο Σιλς, Τζοελί Μπούντου, Αλμπάν Ουκάι
Η έφηβη Λοκίτα και ο μικροσκοπικός Τόρι, που παρουσιάζονται ως αδέλφια, είναι δύο παιδιά που διέφυγαν από τη χώρα τους, στην Αφρική, και ταξίδεψαν, πρόσφυγες, μέχρι την Ευρώπη, αναζητώντας σωτηρία. Προστατεύουν ο ένας τον άλλον από τους άφθονους κινδύνους με τους οποίους έρχονται αντιμέτωποι και, όταν καταχρηστικά χωριστούν, ο Τόρι θα κάνει τα πάντα για να ξαναβρεί τη Λοκίτα, για να συνεχίσουν την αντίξοη αλλά γεμάτη αγάπη κοινή ζωή τους. Πάντα ανθρωποκεντρικοί, πάντα ανθρωπιστές, πάντα με πρεμιέρα στις Κάνες, πάντα πολιτικοί, οι αδελφοί Νταρντέν ωστόσο κάνουν εδώ μια από τις λιγότερο δυνατές ή διαπεραστικές ταινίες τους, αντιμετωπίζοντας το μεγάλο κεφάλαιο των ανήλικων ασυνόδευτων προσφύγων με μια απλοϊκή ματιά.