Σκεφτείτε την πρωτεύουσα δίχως αυτά, σκεφτείτε το κενό, σκεφτείτε τη μούχλα και τη θλίψη.
Χρήστος Ξανθάκης
Τον πατέρα μου τον έχασα τον Νοέμβριο του 2000. Οκτώ Νοεμβρίου, μαύρος ουρανός, μαύρη μέρα. Στα μαύρα πανιά κι εγώ, πώς να το ξεπεράσω; Μου λέει εκείνη που κοιμάται πλάι μου «πάμε μια εκδρομή, αλλιώς θα σκάσουμε».
Συμφωνώ εγώ, ψάχνουμε, βρίσκουμε, κανονίζουμε μια βδομάδα στο Δουβλίνο. Αμέσως μετά απ’ τις γιορτές, πιο φτηνά τα εισιτήρια, πιο φτηνή η διαμονή. «Θα λείπουν και οι Εγγλέζοι», σημείωσε το κορίτσι. Δεν πολυκατάλαβα, είπα ναι.
Φτάσαμε Δευτέρα απόγευμα στο Δουβλίνο, ξεφορτώσαμε, πήγαμε ξενοδοχείο, μας κάνανε απγκρέη σε μίνι σουίτα. Γιατί παρακαλώ, γιατί δεν έχει κόσμο. Και γιατί παρακαλώ δεν έχει κόσμο; Γιατί τα χαλάσανε τα λεφτά τους οι Εγγλέζοι στις γιορτές, θα ξανάρθουνε σε κάνα μήνα. Τι θα πει θα ξανάρθουν; Δεν ξέρετε κύριε; Στην καμπούρα μας τους φορτωνόμαστε κάθε Σαββατοκύριακο. Τα αίσχη που γίνονται εδώ, δεν γίνονται αλλού πουθενά!
Τότε ήταν που σχηματίστηκε πάνω απ’ το κεφάλι μου η φουσκίτσα των κόμικς κι έγραφε με γράμματα μπολντ:
«Ποια αίσχη δηλαδή;»
Για να κάτσουν οι ντόπιοι να μου εξηγήσουν ότι τα ΠουΣουΚού μεταμορφωνόταν σε μπουρδελάκι το Δουβλίνο, όπου κατέφθαναν ως στρατός κατοχής οι απέναντι για να μεθύσουν, να σνιφάρουν και να πηδηχτούν. Με πιο πιθανό το πρώτο εδώ που τα λέμε, πιο φτηνό γαρ, γεγονός που οδηγούσε συχνά πυκνά σε οδομαχίες, μαχαιρώματα, κλωτσομπουνίδια και φυσικά ωκεανούς ξερατών. Ο τουρισμός του γουηκέντ…
Στα χρόνια που ακολούθησαν, τα άγρια ΠουΣουΚού των Βρετανών (και όχι μόνο!) επεκτάθηκαν σε όλη σχεδόν την Ευρώπη. Όπου γης και πατρίς για τους τριημεράκηδες, που ως και τη Λιθουανία έκαναν μαντάρα, ως εκεί έφτασε η χάρη τους. Και δεν το συζητάμε καν για πόλεις ανοιχτές στον έξω κόσμο όπως το Άμστερνταμ, που βρέθηκαν ξαφνικά να υποδέχονται ορδές έξαλλων ηλιθίων που ανέβαζαν τη θερμοκρασία των μονίμων κατοίκων.
Και δεν το αναφέρω το Άμστερνταμ τυχαία, μιας και οι Ολανδοί, οι εξαιρετικά ανεκτικοί, αγανάκτησαν πια και αποφάσισαν να θέσουν περιορισμούς σε αυτού του είδους τον εκκωφαντικό τουρισμό. Ενώ στην Ελλάδα, ετοιμαζόμαστε να αμπαρώσουμε το Ιντεάλ και το Άστορ…
Όπου ακούω το ανέκδοτο ότι το Ιντεάλ δεν θα κλείσει εντελώς ως σινεμά, κάποιες προβολές θα γίνονται, μαζί με θεατρικές παραστάσεις και συνέδρια, λες και μπορεί ποτέ να λειτουργήσει κανονικά ένας κινηματογράφος όταν λείπει από τη συνήθεια του θεατή. Τμήμα ξενοδοχείου θα αποτελεί και θα υποταχθεί στα συμφέροντα του επιχειρηματία, όπως υποτάχθηκε ο Ορφανίδης στα συμφέροντα του κοσμηματοπωλείου.
Καλά να ‘ναι ο άνθρωπος, δεν λέω, κανείς δεν εύχεται να φαλίρει και να δυστυχήσει, αλλά εδώ δεν μιλάμε για εισπράξεις. Μιλάμε για το πώς το αστικό τοπίο μπορεί να διατηρήσει έστω και κατ’ ελάχιστον τον χαρακτήρα του ή θα μεταμορφωθεί σε ένα σιχαμένο βασίλειο των καφέ, των μπαρ, των φαγάδικων και των τραπεζοκαθισμάτων εν γένει.
Όλα για ένα γρήγορο δολάριο που θα λέγανε και οι Αμερικάνοι, σήμερα θα κάτσει η ακρίδα στο Δουβλίνο, αύριο στη Ρίγα, μεθαύριο στο Άμστερνταμ, αντιμεθαύριο στην Αθήνα και πάει λέγοντας. Μια Ντίσνεηλαντ για το ενήλικες το ΠουΣουΚού, μια πόλη φάντασμα τις υπόλοιπες μέρες. Σπαρμένη με αλάτι για να μη φυτρώνει τίποτα…
Και ναι, ξέρω, ξέρω θα σπεύσει τώρα ο μέσος φιλελές να δηλώσει ότι μόνο πάνω απ’ το πτώμα του θα πληρώσει το δημόσιο για να διατηρηθούν οι κινηματογράφοι, αλλά μπορώ να τον πληροφορήσω πως οι αιθουσάρχες του Ιντεάλ και του Άστορ ούτε μια φορά δεν το έχουν καθυστερήσει το νοίκι. Και δεν ψάχνονται για κρατικό χρήμα, ολίγη κοινή λογική αναζητούν μέσα στο χάος της απληστίας. Σαν εκείνη που οδήγησε τη Μελίνα και τον Λαλιώτη να κηρύξουν διατηρητέα μια σειρά από θερινά σινεμά, σημερινά κοσμήματα της Αθήνας.
Σκεφτείτε την πρωτεύουσα δίχως αυτά, σκεφτείτε το κενό, σκεφτείτε τη μούχλα και τη θλίψη και ελάτε ύστερα να μου μιλήσετε για τα γίδια του υπουργείου Πολιτισμού που δεν μπορούν να βοηθήσουν στη διάσωση του Ιντέαλ και του Άστορ γιατί δεν είναι μνημεία. Ένα τεράστιο ρέψιμο τους αξίζει, τώρα που ανοίγει ο καιρός και θα ξαναπλακώσουν τα τουριστάκια με τα μπυρόνια!